United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήσυχα και χωρίς κόπο στοιβαζόντανε τα φύλλα και σχηματίζανε το βιβλίο, που θα έβγαινε το χινόπωρο, και συχνά περίμενε το φαγητό στο τραπέζι, όταν συρτωνόταν η πόρτα κ' η Έλσα κάθιζε ν' ακούση να της διαβάσω τις σελίδες, που γραφήκανε ως τα μεσημέρι. Γαλήνια κ' ευτυχισμένη καθόταν εκεί και χαιρότανε που ο όγκος του χειρόγραφου μεγάλωνε κάθε μέρα. Γιατί γνώριζε καλά ποιος έδινε ζωή στην εργασία.

Η γυναίκα μου είταν ευχαριστημένη, όπως πάντα όταν ταξίδευε στη θάλασσα, χωρίς όμως να δείχνη πως το ταξίδι έδινε κάποια ωρισμένη διεύθυνση στους στοχασμούς της. Όλη η ιστορία είτανε γι' αυτή ένα μακρινό θαλασσινό ταξίδι, τωραιότερο που έκανε, τίποτε όμως περσότερο.

Περσότερα δε θυμόμουνα, παρά μόνο μια τραχηλιά από μαύρη γούνα, ένα ζευγάρι μαύρα μακριά γάντια και το σφίξιμο ενός χεριού, που έδινε την ξαφνική και δυνατή εντύπωση ενός κάτι άγρυπνου, αληθινού και γεμάτου ειλικρίνεια. Από το εξωτερικό της δε μου έμεινε στο νου άλλο τίποτε, τόσο που έπειτ' από λίγες μέρες πέρασα κοντά της χωρίς να τη γνωρίσω.

Τρέξε, σώσε μια ψυχή. Κράτα το μυστικό. Πάρε αυτό.» Η Καλίνα όμως έτρεμε στηριζόμενη στο δεμάτι της από ξύλα που απέναντι από τον κρεμεζί ήλιο της φαινόταν μαύρο σύννεφο. Δεν μπόρεσε έτσι ν’ απλώσει το χεράκι της και τα χρυσά νομίσματα που της έδινε εκείνη τη στιγμή ο Βαρόνος έπεσαν καταγής. Εκείνος εξαφανίστηκε.

Αλλά κ' εκείνο ανάθεμά τοναι το νερό, που ήταν πήχτρα εμπρός μαςέκαμεν άξαφνα κάτι σούφρες κρυσταλλορρόδινες κ' επάφλασεν εδεκεί, τινάζοντας διαμαντένιο αφρόδροσο, σαν ν' ανατρίχιαζε στο βλέμμα του, σαν να του έδινε αρραβώνα αιώνιον. — Μπρε! Με το πόδι εκούνησα κρυφά τον καπετάν Τραγούδα.

Έχοντας οι αρχόντοι του κάθε χωριού, καθώς κ' οι μεγάλοι νοικοκυρέοι, παρμένους απάνω τους τους δουλευτάδες, όντας δηλαδή υποχρεωμένοι να εγγυούνται τους φόρους τους, για να τους αλαφρύνη η κυβέρνηση από τέτοιο βάρος, τους έδινε το δικαίωμα να πιάνουν και να ξαναφέρνουν πίσω στο χτήμα τους όσους φεύγανε για να μην πλερώσουνε.

Ο καπετάν Στραπάτσος ξετρελαμένος από χαρά και υπερηφάνεια, ψυχή έδινε σε όλους με τις παρακινητικές φωνές του: — Ω — ω! ... ω — ω! ... Γεια σας παληκάρια! ... Ίσα λιοντάρια μου! ... Ντροπή μας! Μωρέ ίσα τίγριδες! ... Και τα παληκάρια, τα λιοντάρια, οι τίγριδες έθαφταν βαθειά το κουπί και το έπαιρναν πίσω με τόση δύναμι, που έλεγες τόρα θα γίνη σύψαλα.

Παρατηρούσα όλη την ώρα την γυναίκα μου και την παρατηρούσα από το πλευρό, ενώ το βαπόρι ανέβαινε ψηλά στα κύματα και κείνα πλημμυρίζανε το κατάστρωμα από την καρίνα ως το τιμόνι. Μα δεν μπορούσα νανακαλύψω τίποτε, που να έδινε την απάντηση στο άφωνο ρώτημά μου.

Ο δε Κουλούφ δεν ωμίλησεν, αλλά ηκολούθησε την γραίαν, η οποία τον έφερεν εις ένα μεγάλο παλάτι αγνώριστο, εις το οποίον εμβαίνοντας έβλεπεν ότι τα όσα του επαρουσιάζονταν εις τα μάτια του είχαν μίαν υπερβολικήν μεγαλοπρέπειαν και μεγαλειότητα, αφού όμως επέρασαν μίαν μεγάλην αυλήν που ήτον πατωμένη με πλάκες από δίασπρον, έφθασαν εις μίαν σάλαν μιας υπερβολικής μεγαλειότητος, εις το μέσον της οποίας ήτον μία λεκάνη πορφυρά γεμάτη νερό, και μέσα εις αυτήν έπλεγαν διάφορα ψάρια με βούλλες χρυσές· και εις το αναμεταξύ που αυτός εστοχάζονταν τα ψάρια με θαυμασμό, βλέπει να πλησιάζη προς αυτόν μία Κυρά πολλά νέα με χαροποιόν πρόσωπον, και αφού τον επροσκύνησε, τον επήρεν από το χέρι και τον έβαλε να καθίση επάνω εις μίαν χρυσήν μαξιλάραν και όταν εκάθισεν, αυτή έλαβε την επιμέλειαν διά να του σφουγγίση το πρόσωπον που ήτον ιδρωμένον, με ένα ψιλό μαντύλι, και κάνοντάς του ετούτην την δούλευσιν εχαμογελούσε, και του έδινε ματιές από τες οποίες πολλά γλήγορα έμεινε τετρωμένος.

Δεν εννοείτε πως όλα αυτά τα κάνωμε για να συμμορφωθούμε με τη μεγαλομανία του ανδρός σας; πως είμαστε μασκαρεμένοι όλοι και πως ο γυιός του Μεγάλου Τούρκου είναι ο Κλεόντ; Δεν ήθελες να τον ακούσης. Ήξαιρα πολύ καλά πως θα σου έδινε να καταλάβης τι είνε ο γυιός του Μεγάλου Τούρκου. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μου έδωκε να το καταλάβω με το παραπάνω και είμαι πολύ ευχαριστημένη.