United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κανένας κλέφτης 'σάν αυτός κόσμο δεν ξεγυμνώνει . . . — — Πώς τόνε λένε μάνα μου: — Τον λένε Κατσαντώνη· Μη σου ξεφύγη από τον νου το ένδοξο όνομά του. Ποτέ δεν επροσκύνησε τον Τούρκο.

Ο κυρ Κωνσταντός εσηκώθη χωλαίνων, ηκολούθησε τους βοσκούς, έφθασεν εις τον ναΐσκον, όταν ο ιερεύς είχεν αρχίσει τον &ασπασμόν&, επροσκύνησε και έλαβε την θέσιν του εις τον χορόν. Έψαλεν εις όλην την λειτουργίαν, με όλον το πέσιμόν του και το πόνεμά του.

Δεν είχα φθάσει ακόμη εις το ήμισυ της στράτας, και ιδού που βλέπω τον Αμαδεδίν να έρχεται με πολύν λαόν, και με τους προεστούς του Μουσούλ εις συναπάντησίν μου και φθάνοντάς με επέζευσεν ευθύς από το άλογόν του, και ήλθε και με επροσκύνησε δείχνοντάς μου την καλήν του προθυμίαν, καθώς εις την επιστολήν του μου το εσημείωνεν.

Ο αρχηγός των οποίων ωσάν εσέβη εις την αυλήν του, εξεπέζευσε, και επήγεν εις τον Κουλούφ, και τον επροσκύνησε, λέγοντάς του· Κύριε, εγώ εδώ έρχομαι από όνομα του βασιλέως Ουσβέκ Χαν· αυτός έχοντας επιθυμίαν διά να σε ιδή, με έστειλε διά να σε φέρω προς αυτόν, με το να έμαθε τα συμβεβηκότα σου.

Συνήντησε τον ιερέα, ασκεπή, με το Άγιον Ποτήριον, κατερχόμενον από τον οικίσκον του ασθενούς. Ο Στάθης έβγαλε το καπέλλο του, επροσκύνησε βαθέως και τέλος ανήλθεν εις την μικράν οικίαν. Ο Θανάσης ήτον εις τας λοισθίας στιγμάς. Ο Στάθης επλησίασεν εκθύμως, του έδωσε το πορτοφόλι εις τας χείρας. Εκείνος το έλαβε κ' εμειδίασε.

Επροσκύνησε τας αγίας εικόνας γαλήνιος, και εκάθισεν εις το στασιδάκι ν' αναπαυθή από τον δρόμον. Η αγία Πύλη ήτο κλεισμένη με μια ποδιά από τσίτι γαλάζιο με κλαδάκια άσπρα, σαν να τα είχαν κολλήσει απάνω, έτσι για στόλισμα, λουλουδάκια άσπρα του βουνού. Ομοία ποδιά έφραζε και την άλλην θύραν του ιερού.

Ο Καλάφ επροσκύνησε τον Βασιλέα· έπειτα ήλθεν εκεί που ήσαν οι γονείς του, και τους ανήγγειλε την προμήθειαν του Ουρανού που τους εξαπέστειλεν. Αυτωνών επροξενήθη μεγάλη αγαλλίασις δι' αυτήν την είδησιν, και ακολουθώντες τον Καλάφ, τους επήγε και τους επαράστησε του Βασιλέως.

Ανοίγει δε η πορτίτσα και εμβαίνει ο μπάρμπα-Γιωργός κοντός και κυφός, κατάκοπος, από τα βουνόν ερχόμενος με ζαλίκαν ξύλα. Επροσκύνησε πρώτα και εκεί οπού κατηυθύνετο εις το στασιδάκι να ξεκουρασθή, βλέπει τον γέροντα ιερέα ψιθυρίζοντα ευχάς. — Βλοείτε! εχαιρέτισεν ο βοσκάς καλογηρικώς, μαθημένος από το Καινούριο Μοναστήρι, όπου υπήρχεν αγιορείτικη τάξις.

ΟΣΡΙΚΟΣ Τούτο θα αναφέρω ακριβώς, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Αυτό είναι το νόημα, Κύριε· καλλώπισέ το έπειτα συ όπως θέλεις. ΟΣΡΙΚΟΣ Συσταίνομαι πιστός υπηρέτης της Υψηλότητός σου. ΟΡΑΤΙΟΣ Τούτο το σχοινοπούλι φεύγει και φορεί ακόμη το αυγό- φλουδοτο κεφάλι. ΑΜΛΕΤΟΣ Τούτος επροσκύνησε την ρώγαν της μητρός του πριν την πιάση να την βυζάξη.

Αυτά αφού είπαν εκείνες, εφύγανε μαζί με τη νύχτα· κι όταν ξημέρωσε σηκώθηκε ο Δάφνης πασίχαρος κ' έφερνε με δυνατά σφυρίγματα τα γίδια στη βοσκή· κι αφού εφίλησε τη Χλόη κ' επροσκύνησε τις Νύμφες, κατέβηκε στη θάλασσα, σαν νάθελε να πλυθή με θαλασσινό νερό· κι απάνω στον άμμο, κοντά στην ακρογιαλιά, περπατούσε ζητώντας τις τρεις χιλιάδες δραχμές.