United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πρόσωπον του Σωτήρος λίαν αμυδρώς εφαίνετο επί του υγρού τοίχου. Τον Άι-Γιάννην τον Κρυφόν επεκαλούντο τον παλαιόν καιρόν όλοι όσοι είχον «κρυφόν πόνον» ή κρυφήν αμαρτίαν. Η γραία Χαδούλα εγνώριζε την δοξασίαν ή το έθιμον τούτο, και διά τούτο ενθυμήθη να έλθη σήμερον εις τον παλαιόν, έρημον ναΐσκον, όπως προσφέρη τας ικεσίας της.

Αι διαδόσεις των γυναικών του επροξένουν αποστροφήν και τρόμον. Αλλ' η ωραία οπτασία του χωρικού, η τόσον τρυφερά, η έχουσα την σκηνήν της εις τον γλυκύν εκείνον ναΐσκον όστις τόσον επράυνε την θλίψιν του, του εφαίνετο πολύ φυσική διά μίαν ψυχήν Δικαίου. — Μπάρμπα-Γιωργό, η ψυχή είναι αθάνατος, είπεν ο παπά-Κονόμος. Αι ψυχαί ζουν εις τον άλλον κόσμον τον αιώνιον.

Εισήλθεν εις τον έρημον ναΐσκον, άναψεν έν κηρίον, το οποίον είχεν εις το καλάθι της μαζύ με ολίγα πυρεία, κ' έκαμε τρεις στρωτάς γονυκλισίας εμπρός εις την τοιχογραφίαν την ημιφθαρμένην.

Πίσω την αίθουσάν του ωσάν ένα μικρόν ναΐσκον είχε στολισμένην· και το καντηλάκι του έκαιεν ακοίμητον προ των αγίων Εικόνων. Ένας πονηρός μάγειρός του εβεβαίωσεν ότι, αφ' ότου απέθανεν η κυρά Καπετάνισσα, μία χαριτωμένη αρχόντισσα, κρυφά από το πλήρωμα εφορούσε καλογηρικόν σκούφον πίσω εις την πρύμνην κατά την ώραν της προσευχής του, τα μεσάνυκτα.

Τα στέφανα του γάμου και τα βαπτιστικά κουκούλια του μικρού παιδιού, τα είχε φέρει εις τον ναΐσκον η θειά-Αρετώ, η Χρονιάρα, η αφιλοκερδής νεωκόρος και πρόθυμος διακοσμήτρια όλων των εξωκκλησίων.

Και τότε το πρόσωπον εκείνο, το οποίον ως καταδίκου πρόσωπον εξηραίνετο ωχραινόμενον, ελάμβανε κάποιαν ζωτικήν ελευθερίας λάμψιν και έκαμνε τότε σταυρούς έως κάτω η θεια-Αννούσα, νομίζουσα, εν τη φαντασία της, ότι ευρίσκετο εις τον ενοριακόν της πατρίδος της ναΐσκον, εν μέσω γνωστών της προσώπων.

Αναγνωρίσας πλέον με μεγάλην του στενοχωρίαν το λάθος του, είχε πεισθή ότι άλλον αντί του Λαλεμήτρου εξέλαβε μέσα εις εκείνην την πολυάνθρωπον Βαβυλώνα, ως απεκάλει τας Αθήνας, όπου από τον κορνιαχτό, έλεγε δικαιολογούμενος, οι άνθρωποι γίνονται αγνώριστοι, και ήλθεν, επί τούτω εις τον ναΐσκον, να συλλειτουργήση τον ιερέα, ίνα συγχωρηθή διά το πταίσιμόν του, αδίκως οργισθείς άλλοτε κατά του Λαλεμήτρου, επειδή ενήργησε πάλιν εκείνας τας ημέρας να κληρωθή ένορκος και θα εταξείδευε, και δεν ήθελε αυτός, παιδί της εκκλησίας, να ταξειδεύση ασυγχώρητος.

Τότε, μετανοών απετάνθη εις τον άγιον Δη μήτριον όστις επανέφερεν ευθύς την σιαγόνα του τούρκου εις την θέσιν της. Ούτος ευγνωμονών επλούτισε διά πολλών αναθημάτων τον ναΐσκον κ' έκτισεν εξ ιδίων του την γέφυραν. Και ούτω το θαύμα του αγίου εφάνη ευεργετικώτατον εις την κωμόπολιν.

Εάν ούτως είχεν, η θέσις της καθίστατο ασφαλεστέρα προς το παρόν, καθότι δεν εφοβείτο πλέον να τους συναντήση, διά την νύκτα εκείνην. Επροχώρησε προς το μέρος, οπόθεν είχεν έλθει την πρωίαν. Έφθασεν εις τον μικρόν ναΐσκον της Ζωοδόχου Πηγής, εις το Κοιμητήριον των Καλογήρων, εις τ' Αλώνι του Μοναστηρίου.

Κατήλθον εις σύνδενδρον στενωπόν, εστράφην αριστερά, και έφθασα εις τον έρημον ναΐσκον της Αγίας Αναστασίας.