United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα πήρε το σπαθί που χώριζε τους αγαπημένουςτο αναγνώρισε, ήτανε το ίδιο σπαθί που είχε σπάσει μέσ' το κεφάλι του Μόρχολτέβαλε στη θέσι του το δικό του, βγήκε από την καλύβα, πήδησε στο άτι του, και είπε στο δασοφύλακα. «Δίνε του τώρα, κι' αν μπορής κύττα να γλυτώσης το τομάρι σου». Στον ύπνο της η Ιζόλδη είχε δη μιαν οπτασία: βρέθηκε σε μια πλουσία σκηνή, στη μέση μεγάλου δάσους.

Ο πολιός εφημέριος απέμεινε σύννους. Εσκέφθη πολύ. Επηκολούθησε μικρά σιωπή. Εις την ψυχήν του παπά-Κονόμου αντηλλάγησαν πολλαί υποθέσεις. Εις τον νουν του εσχηματίσθησαν πολλά συμπεράσματα. Το αποτρόπαιον βρυκολάκιασμα όμως ήρχισε να διαλύεται ολίγον κατ' ολίγον, και η ωραία οπτασία του βοσκού απετέλεσε την βάσιν μιας γλυκητάτης υποθέσεως μέσα εις τον νουν του ιερέως.

Η θεια-Συνοδιά είχεν ιδεί μίαν νύκτα τρομακτικόν όνειρον, το οποίον θα ήτο σωστή οπτασία, αν δεν το είχεν από πριν εις το νουν της.

Μάλιστα, ο Βινίκιος είπεν ότι θα στείλη να με ζητήση, σήμερον μάλιστα. Αλλά είσαι αγαθή, και θα με ευσπλαχνισθής. Κύψασα έψαυσε το κράσπεδον της εσθήτος της Ποππέας, και επερίμενε με πάλλουσαν καρδίαν. Η Ποππέα την παρετήρησε με κακόβουλον μειδίαμα και είπεν: — Τότε, σου υπόσχομαι ότι σήμερον μάλιστα θα είσαι δούλη του Βινικίου. Και απεμακρύνθη ως οπτασία, γόησσα και κακοποιός.

Όπου κι' αν ήσαι τώρα, χαμηλά, 'ψηλά, δείξε μας την μορφήν του και την τέχνην σου! Πρώτη οπτασία. ΜΑΚΒΕΘ Άγνωστη Δύναμις, ειπέ... Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ 'Ξεύρειτον νουν τι έχεις. Άκουε μόνον, μη λαλής! ΤΟ Α' ΦΑΣΜΑ Ω Μάκβεθ! Μάκβεθ! Μάκβεθ! φυλάξου από τον Μακδώφ. — Αρκεί. Απόλυσέ με. ΜΑΚΒΕΘ Ό,τι κι' αν ήσ', ευχαριστώ διά την συμβουλήν σου· ταιριάζει με τους φόβους μου. Μίαν ακόμη λέξιν...

Αγγελική οπτασία με λευκήν και απαστράπτουσαν εσθήτα είχε κατατρομάξει τους φύλακας του τάφου, και είχεν αποκυλίσει τον λίθον από της θύρας του μνήματος εν μέσω των κλονισμών μεγάλου σεισμού.

Προς τι να σε φοβούμαι; Αλλ' όμως την ασφάλειαν να την διπλώσω θέλω, και να κρατώ ενέχυρον από την Ειμαρμένην. Δεν σου χαρίζω την ζωήν, διά να έχω λόγον τον φόβον τον χλωμόκαρδον να τον κηρύξω ψεύτην, κι' ο Ύπνος να μου έρχεται και αν βροντά κι' αστράπτη Τρίτη οπτασία.

Ο Αΰλος ήμει ακόμη. Ο Τετράρχης εχάνετο εις έν όνειρον και δεν εσκέπτετο πλέον την Ηρωδιάδα. Ενόμιζεν ότι την έβλεπε πλησίον των Σαδουχαίων. Η οπτασία απεμακρύνθη. Και εν τούτοις δεν ήτο όραμα. Η Ηρωδιάς είχε διδάξη μακράν της Μαχαιρουσίας την κόρην της Σαλώμην να κάμη τον Τετράρχην να την αγαπήση. Η ιδέα ήτο καλή και τόρα ήτο πλέον βεβαία ότι επέτυχε.

Και αρχίζει πάλιν ο δρόμος ο ταχύς, και πολλάκις επαναλαμβάνεται, καθ' όσον μεταλλάσσει προ ημών μορφήν η γοητευτική οπτασία. Αποκάμνομεν πολλάκις τρέχοντες κατόπιν της, προσοχθούμεν ενίοτε, ολισθαίνομεν άλλοτε και πίπτομεν. Αλλ' εγειρόμεθα πάλιν ακάματοι και διώκομεν όση δυνάμει το μάγον όραμα, το πάντοτε προσμειδιών και πάντοτε νέον.

Αλλ' ενώ ονειρεύομαι ταύτα, αλλάσσει η οπτασία, οι οφθαλμοί εκείνοι κλείονται διά μιας, η λευκή όψις ωχριά, το βρέφος δεν αναπνέει, και την βλέπω νεκράν την μητέρα του, νεκράν καθώς την είδα, καθώς την βλέπω διαρκώς ενώπιόν μου έκτοτε! Ω, διατί, το όνειρον δεν επραγματοποιήθη! Διατί; Διότι αι κατηραμέναι μου χείρες εξωλόθρευσαν την ευτυχίαν μου.