United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πότε φαίνεται ήσυχος σαν άρρωστο ζώον, και πότε τον βλέπω να περιπατή εις τα σκότη, ψιθυρίζων. Τι με μέλλει; Διά να δοξασθή εκείνος πρέπει εγώ να ταπεινωθώ! Ο Αντίπας και ο Μαναή εβλέποντο! Τον Τετράρχην όμως τον είχον κουράσει αι σκέψεις.

Όταν έμαθεν περί τίνος επρόκειτο επεδοκίμασε τον Τετράρχην. Δεν έπρεπεν έλεγε να ενοχληθούν διόλου διά τοιαύτας ανοησίας, και εξεκαρδίζετο να γελά δια τας μομφάς των ιερέων και την οργήν του Ιωχανάν. Η Ηρωδιάς επί του κατωφλίου εστράφη προς αυτόν. — Έχεις λάθος, αυθέντα μου. Παροτρύνει τον λαόν, να μη πληρώση τους φόρους. — «Αληθινάηρώτησε παρευθύς ο Τελώνης. Όλοι απήντησαν καταφατικώς.

Ο Αΰλος ήμει ακόμη. Ο Τετράρχης εχάνετο εις έν όνειρον και δεν εσκέπτετο πλέον την Ηρωδιάδα. Ενόμιζεν ότι την έβλεπε πλησίον των Σαδουχαίων. Η οπτασία απεμακρύνθη. Και εν τούτοις δεν ήτο όραμα. Η Ηρωδιάς είχε διδάξη μακράν της Μαχαιρουσίας την κόρην της Σαλώμην να κάμη τον Τετράρχην να την αγαπήση. Η ιδέα ήτο καλή και τόρα ήτο πλέον βεβαία ότι επέτυχε.

Μετά την διάζευξιν της είχεν αφίση εις την Ρώμην την παιδίσκην εκείνην, ελπίζουσα ότι θα απέκτα άλλην με τον Τετράρχην. Ποτέ εκείνη δεν ανέφερε τίποτε περί αυτής και ως εκ τούτου ο Τετράρχης ηπόρει διά την τόσον αιφνίδιον μητρικήν στοργήν της. Είχον εκτυλίξει το λινόν επιστέγασμα και έφερον πλησίον τα παχέα και μαλακά προσκεφάλαια.

— «Όχιυπέλαβεν εκείνη «δέχονται όλους τους κυριάρχους και δεν είνε ικανοί να κάμουν πατρίδα». Όσον δε αυτόν ο οποίος υποκινεί τον λαόν με ελπίδας τας οποίας τρέφει από της εποχής του Νεεμία, η καλλητέρα πολιτική απαιτεί να τον εξολοθρεύσωμεν. Τίποτε δεν επήγεν, κατά τον Τετράρχην. Ο Ιωχανάν επικίνδυνος! Νά η ώρα! του ήρχετο να γελάση.

Δόσ' ένα τέλος εις αυτό το ζήτημα! — Αφίνεις απροστάτευτον την θρησκείαν. — Άνομε, ως όλοι οι Ηρώδαι! — «Ολιγώτερον υμών», απεκρίθη ο Αντίπας. «Ο πατήρ μου έκτισε τον ναόν σαςΤότε οι Φαρισαίοι, οι υιοί των προγεγραμμένων και οι οπαδοί του Ματαθία, κατηγόρουν τον Τετράρχην διά τα εγκλήματα της οικογενείας του.

Τίποτε δεν εκινείτο εντός του ανακτόρου. Αίφνης μία φωνή μακρυνή ως να εξήρχετο από τα σπλάγχνα της γης έκαμε τον Τετράρχην να ωχριάση. Έκυψε διά να ακροασθεί, αλλ' η φωνή εσβέσθη και πάλιν επανελήφθη· τότε κροτών τας παλάμας του εκραύγασεν: — «Μαναή, ΜαναήΕίς άνθρωπος γυμνός μέχρις οσφύος, ως οι υπηρετούντες εις τα βαλανεία, παρουσιάσθη ενώπιόν του.

Ο έρως τον οποίον προσεπάθει πάλιν ν' αναπτύξει εντός του, ήτο τόρα τόσον μακράν! Όλαι του αι δυστυχίαι απέρρεον εκ του έρωτος αυτού. Ο επί δώδεκα όλα έτη διαρκής πόλεμος είχε γηράσει τον Τετράρχην. Οι ώμοι του εκυρτούντο εντός της βαθυχρώμου τηβέννου του με τας κυανάς παρυφάς.

Και με φωνήν δυνατήν σπρώχνουσα τον Τετράρχην: — Ο Καίσαρ μας αγαπά. Ο Αγρίππας είνε στη φυλακή! — Ποιος σου του είπε; — Το ξεύρω! Και προσέθηκε. — Φαίνεται πως ήθελε ν' ανεβάση στον θρόνο τον Γάιον. Αν και ο Αγρίππας έζη εκ της ελεημοσύνης των, εζήτει με ραδιουργίας να θηρεύση τον τίτλον του βασιλέως τον οποίον αυτοί εφιλοδόξουν όπως και εκείνος. Αλλ' εις το εξής κανείς πλέον φόβος.