United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, ένας μ' ένα καποτάκι από πάνω, σαν δέρμα αγριμίου, όπου είχεν ως έργον να ψάλη εις την εκκλησίαν τας καθημερινάς, συλλειτουργών τον ιερέα αντί δεκαλέπτου και τεμαχίου προσφοράςγια τον καφέκαι να κληρώνεται τακτικώς ως ένορκος διά παρακλήσεων, ελθών εκείνας τας ημέρας εξ Αθηνών, κηρυχθείσης της λήξεως του Κακουργοδικείου, διέδιδε με χαράν, ότι ο Λαλεμήτρος, που εγνώριζε φαρσί τα εγγλέζικα, είχε λαμπράν θέσιν εις Αθήνας, υπηρετών ως διερμηνεύς εν τω ξενοδοχείω της Μεγάλης Βρεττανίας.

Μ' τι ήταν τούτ’ ωρέ Καράλ'! Σα διατάν' μώμοιαζαν όλοι ντυμέν' έτσι. Σαν εκείνους π' γλέπω τ' Λαμπρή 'στν' Αγιά-Παρασκευή 'στν' εκκλησιά, πώχουν ζουγραφσμέν' την κόλασ'. Κ' εκείν' οι δρόμ', κ' εκείνα τα σπίτια; Μπα, Θε μ', φύλαξέ με!» Κ' έκαμε το σταυρό του ο άνθρωπος. «Μωρέ πώς ζαν έτσ' απανουτοί, πώς παίρνουν αέραΈλεγε. Ο Καράλης γέλαε, τι νάκανε.

Ο Έφις σκεφτόταν το θλιβερό σπίτι των κυράδων του, τη Νοέμι που μαραινόταν εκεί μέσα σαν το λουλούδι στο σκοτάδι…. «Πώς αδυνάτισες», του είπε η ηλικιωμένη υπηρέτρια, που έγνεθε καθισμένη κοντά στην πόρτα, «σε βασανίζουν οι πυρετοί;» «Μου ροκανίζουν τα κόκαλα, μ’ έχουν κάνει πετσί και κόκαλο.

Και επήγε την ώραν εκείνην να πάρη ολίγον φρέσκο κρασί, να το έχη διά το πασχαλινόν της πρόγευμα, οπού ήτο . . πολύ στομαχικόν και ευωδίαζε πεύκον, καθώς έλεγε, και ήτο πολύ στυλωτικόν, δι' αυτήν οπού είχε τόσον αδυνατισμένο στομάχι. — Είπα κ' εγώ, τέκνον μου, απήντησεν η κοσμοκαλογραία. Γιατί τότες, μαθές, σαν αποκόβεται από τη δουλειά, είνε, μαθές, μεγάλη αμαρτία.

Και σήμερα σαν επερνούσε η συνοδεία σου απ' το κάστρο, η κλέφτρα η μάγισσα σκαρφάλωσε στα σίδερα της φυλακής, να ιδή τον βασιλέα που περνούσε. Το κρίμα της την έπνιξε στο λαιμό. Και σα σ' αγνάντεψε στο άλογό σου απάνω, ποιος ξέρει τι της ήρθε. Έβαλε στριγγή φωνή και κάτω από τα σίδερα σωριάστηκε στο χώμα. Ο νέος ο βασιλιάς τινάχθηκε σα λαβωμένο ζαρκάδι. — Σύνωρα, είπε, θέλω να την ιδώ!

Τα μάτια της κυττάζανε τα δικά του και τα μάτια τους λέγανε λόγια αγάπης. Ο φιλόσοφος έγυρε τότε το άσπρο του κεφάλι απάνω στα γυμνά στήθη της κοπέλλας. Μα η καρδιά της δε κτυπούσε. Μόνο το στήθος ανεβοκατέβαινε σιγά σαν ελαφρό κυματάκι. Κι' ο φιλόσοφος θαρρούσε πως ονειρεύεται, γιατί ποτέ του δεν είχε γνωρίσει τη ζωή και την αγάπη. Η κοπέλλα τότε έσκυψε αποπάνω του.

Σε μια λάμψη αστραπής φάνηκε αντικρύ μου ένας μαύρος ίσκιος κοντά στη μεριά που πλάγιαζε η Λιώ η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα του πάρεδρου. Σαν πως άκουσα κάτι τι σαν ψιθύρισμα, σαν φιλί. Ανασηκώθηκα αγάλι' αγάλια. Κάποιος φιλούσε πολύ μεθυστικά το κορίτσι, που οι τρεμουλιαστές αναλαμπές του λυχναριού, τόδειχναν αριά και που καταλιγωμένο.

Οι σοφοί του γένους έχουν όλην την προθυμίαν για να το φωτίσουν, και είναι άξιοι να το κατορθώσοιν, μόνε λείπει ο τρόπος: αφορμής, οπού λείπει η γλώσσα για να συγγράψουν. Πώς! αποκρίθηκε ο Γέροντας, και δεν είναι η κοινή γλώσσα όλου του γένους! ο Λογιότατος, ύστερ από την συνηθισμένην του συλλογή, αυτή η Γλώσσα, είπε, θέλει διόρθωμα πρώτα. Και σαν τι διόρθωμα θέλει, παρακαλώ; ερώτησε ο Γέροντας.

Αλλά μόλις αντίκρυσε το κρύο κύμα επισοπάτησε δισταχτική και ολότρεμη. Επλάκωσε τότε ο καπετάν Παλούμπας και άπλωσε τα χοντρόχερά του ν' αρπάξη τα χρυσά μαλλιά. Δεν επρόφτασε. Αντήχησε πάταγος κ' ετινάχθηκαν ξύλα και ανθρώποι στη θάλασσα, σαν να εξέσπασεν ηφαίστειο.

Λοιπόν, όπως κι αν το πάρης, γράφοντας τους τύπους που είπαμε, ο Καρκαβίτσας ή κάθε άλλος μιμήθηκε τη ζωή, και τότες δε σημαίνει τίποτις ο όρος τεχνητή γλώσσα. Εγώ μάλιστα θαρρώ πως έχει μεγάλο δίκιο σαν τα βάζει αυτά ο Καρκαβίτσας, και πως άδικο έχει σαν ανακατέβει καθαρέβουσες και δημοτική.