United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι όχι πουλιά και μήτε αηδόνια τον ερχομό σου εδώ να υμνήσουν, άλλοι ήχοι θέλω να ξυπνήσουν κι άλλο ψιθύρισμα στα κλώνια. Τον κάμπο δες πως πέρα απλώνει· έτσι ήταν που άπλωνε το χιόνι, έτσι το κύμα ήταν στρωμένο, έτσι ήταν που περνούσες μόνη· ήταν το αέρι ξυπνημένο και σώπαινε βαθιά το αηδόνι, λες το τραγούδι σου και ξέρει να το λαλή μόνο το αέρι.

Από τα γλαφυρά λαιμοτράχηλα εκατέβαινε κ' έσφιγγε το κορμί ολόχρυσος θώρακας λεπιδωτός κ' επρόβαλε στο αριστερό την ασπίδα κ' έπαλλε στο δεξί τη Μακεδονική σάρισσα. Δεν είχα συνέρθη από την απορία και φωνή γλυκειά ήμερη και μαλακή, σαν το μονότονο ψιθύρισμα προαιώνιας βρύσης άκουσα να μου λέγη: — Ναύτηκαλεναύτη. Ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Ο βασιλιάς Αλέξανδρος! εψιθύρισα με περισσότερη απορία.

Κισσέ που απάνω σέρνεσαι στο σπίτι και το ζώνεις με τ' άνανθα, τα σκοτεινά κι ανεύωδα κλαδιά κι ολόγυρα στη θύρα του πένθιμο θόλο απλώνεις, σα νάχη στο κατόφλι της καθίσει η ωχρή βραδιά. Κι ούτε πουλί δεν έρχεται, μήτε του ηλιού το χάδι, και μήτε ένα ψιθύρισμα δε σου ξυπνά η πνοή· άχαρα πάντα απάνω σου περνούν αυγή και βράδυ, λες ίδια ζούμε θλιβερή κι εσύ κι εγώ ζωή.

Όχι, δεν κάθουμε! είπεν η μικρά, κτυπούσα τους πόδας της με πείσμα. Βλέπουσα δε μετά τρυφερότητος μικρόν σαλίγκαρον τον οποίον είχε ξεθάψη από μιας ρωγμής του λόφου, ήρχισε να του ψάλλη με φωνήν καθαράν και γλυκείαν, ως το ψιθύρισμα της πλησίον πηγής: — Σαλίγκαρε, μαλίγκαρε, βγάλ' τα κέρατά σου, γιατ' έρχετ' η κυρά σου με τα πρόβατά σου!

Όταν η αγαπητή κοιλάς πέριξ μου αχνίζη και ο υψηλός ήλιος σταματά εις την επιφάνειαν του αδιαπεράστου σκότους του δάσους μου, και σποραδικαί μόνον ακτίνες τινές εισδύουν εις το ιερόν άλσος, εγώ δε είμαι εξαπλωμένος επί υψηλής χλόης κοντά εις το ρυάκι που κατρακυλά και με περιέργειαν παρατηρώ σιμώτερα εις την γην πλήθος χορταράκια· όταν πλησιέστερον εις την καρδίαν μου αισθάνωμαι το ψιθύρισμα του μικρού κόσμου μεταξύ των καλαμιών, τα αναρρίθμητα, αδιερεύνητα είδη των σκουληκιών, των κωνώπων, και αισθάνομαι την παρουσίαν του Παντοδυνάμου, που μας έπλασε κατά την εικόνα του, την πνοήν του Παναγάθου, που μας βαστάζει και διατηρεί εν αιωνία ηδονή αιωρουμένουςφίλε μου, όταν τότε φωτίζη μέσα μουκαι ο γύρω μου κόσμος και ο ουρανός ολόκληρος εγκαθίστανται εις την ψυχήν μου, ως η εικών μιας ερωμένης· τότε συχνάκις μετά πόθου συλλογίζομαι· αχ! να ηδύνασο πάλιν να εκφράσης τούτο, να ηδύνασο να εμπνεύσης εις τον χάρτην αυτό που τόσον εντελώς, τόσον θερμώς εις εσέ ζη, ώστε να εγίνεσο καθρέπτης της ψυχής σου, ως η ψυχή σου είναι καθρέπτης του απείρου Θεού! — Φίλε μουΑλλά καταστρέφομαι δι' αυτού, καταβάλλομαι υπό της δυνάμεως της λαμπρότητος τούτων των φαινομένων.

Και είχε το ύφος του διστάζοντος ενώ εξέφραζε την ευχήν της αυτήν. Αλλά ταυτοχρόνως ηκούσθη ηδυπαθής συριγμός, ανερχόμενος εις τον γαλανόν αιθέρα. Ήτο απαλός, δροσερός δύναται κανείς να είπη, όπως το ψιθύρισμα μιας λεύκης, όταν σιγαλά σιγαλά φυσά εις τα φύλλα της το πρώτον αεράκι της αυγής.

Σε μια λάμψη αστραπής φάνηκε αντικρύ μου ένας μαύρος ίσκιος κοντά στη μεριά που πλάγιαζε η Λιώ η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα του πάρεδρου. Σαν πως άκουσα κάτι τι σαν ψιθύρισμα, σαν φιλί. Ανασηκώθηκα αγάλι' αγάλια. Κάποιος φιλούσε πολύ μεθυστικά το κορίτσι, που οι τρεμουλιαστές αναλαμπές του λυχναριού, τόδειχναν αριά και που καταλιγωμένο.

Αφού όλοι οι άλλοι εβυθίσθησαν εις σιωπήν, εκείνος υπεσύριξεν εις το ους του Σωτήρος το άκαιρον ψιθύρισμα, εν όλη τη πικρία της προκλητικής του χλεύης, ουχί ερωτών καθώς οι άλλοι ηρώτησαν μετά φιλοστόργου ευλαβείας, «Κύριε, μήτοι εγώ ειμιαλλά τον ψυχρόν τυπικόν τίτλον, «Ραββί, μήτοι, εγώ ειμι; Τότε η ταπεινή, ανεπίληπτος απάντησις, «Συ είπας», επεσφράγισε την ενοχήν του.

Ο Μανώλης κατεταράχθη και έκαμε νεύμα λαθραίον και απειλητικόν προς το παιδίον, το οποίον απεσύρθη, αλλ' ανεφάνη εκ νέου και πάλιν έρριψε διά του ανηφορά το αυτό ψιθύρισμα προς τον Μανώλην: — Πατούχα ... Πατούχα! Ευτυχώς οι δυσάρεστοι εκείνοι ψιθυρισμοί εχάθησαν εις τον κρότον ενός πυροβολισμού, διότι ο Στρατής περατώσας το πλύσιμον «έκαψε» το τουφέκι του.