United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Φίλη, είπε ο Τριστάνος, να ο Βασιληάς και κύριός σου, οι ιππότες του και οι πολεμιστές του. Σε μια στιγμή δε θα μπορούμε πεια να μιλάμε. Στ' όνομα του παντοδυνάμου και δοξασμένου Θεού, σ' εξορκίζω αν ποτέ σου στείλω κανέναν απεσταλμένο, κάνε ό,τι θα σου παραγγείλω!

Γονάτισετην άκρη Του βράχου κ' έγνεψε 'ψηλά. Δεν του 'μιλούν τα χείλη, Μιλάει η καρδιά του, η ψυχή, Μιλάει του Παντοδύναμου, 'μιλάει τα λόγια εκείνα, Οπού τα λένε προσευχή, Αγνά 'σάν τα τριαντάφυλλα, αθώα 'σάν τα κρίνα. Ήταν εκείν' η προσευχή για όλο μας το Γένος. Και τόσος του ήταντην καρδιά, ο πόνος σωρειασμένος Οπού τον έκοψ' ίδρωτας.

Τέλος, οι ηττηθέντες έκειντο σχεδόν πάντες νεκροί· μόνον μερικοί τραυματίαι εγονυπέτησαν κλονιζόμενοι εν μέσω της κονίστρας και έτειναν προς τους θεατάς χείρας ζητούσας χάριν. Εις τους νικητάς διένειμον βραβεία, στρέμματα, κλάδους ελαίας. Έπειτα επικολούθησε στιγμή ανακωχής, ήτις τη διαταγή του παντοδυνάμου Καίσαρος μετεβλήθη εις συμπόσιον. Ήναψαν τα πύραυνα των αρωμάτων.

Τα πλούτη και τα λαμπρά έργα της τύχης του Πετρωνίου είχον διεγείρει την όρεξιν του κυρίου και του παντοδυνάμου υπουργού του. Ο Τιγγελίνος μετήρχετο παντοίους τρόπους όπως τον εξολοθρεύση. Τον είχον φεισθή έως τότε, επειδή εσκόπευον να ταξειδεύσουν εις Αχαΐαν, όπου η καλαισθησία του και η πείρα του περί τα ελληνικά πράγματα ηδύναντο να είνε ωφέλιμα.

Και ο δυνατός Πολύφημος απ' τ' άντρον είπ' «ο Ουδένας, αγαπητοί, φονεύει με, με δόλο, ουδέ με βία». Κ' εκείνοι ευθύς του απάντησαν με λόγια πτερωμένα• αλλ' αν μηδ' ένας σ' ενοχλεί κ' είσαι αυτού μέσα μόνος, 410 πληγή του παντοδυνάμου Διός γιατρειά δεν έχει• αλλ' εύχου εις τον πατέρα σου τον μέγαν Ποσειδώνα».

Την έφερα πίσω, και της έταξα πως ολονυχτής θα προσεύκουμαι για νάρθη πίσω η κόρη της. Η προσευκή μου, χριστιανές μου, πρέπει να γίνη ταξίδι. Άλλος δε μένει να τη φέρη την ταλαίπωρη κόρη από τέτοια μακρινή ξενιτειά. Πηγαίνω ατός μου, κ' αφίνω την τύχη της μάννας στα χέρια του Παντοδύναμου. Αχ, και νάρθη, και τι να βρη! Ολοτρόγυρα θάνατο και τη μάννα της σαλεμένη! Πιπ.

Ίσως και πάλιν, από την μεγάλην επίδρασιν της μνήμης, λάβω κατά τι συνείδησιν της καταστάσεώς μου. Αισθάνομαι ότι δεν σηκώνομαι από τον συνήθη μου ύπνον. Ενθυμούμαι ότι υπόκειμαι εις την καταληψίαν, και τότε τέλος, όπως τα κύματα του ωκεανού, η τρέμουσα ψυχή μου καταβυθίζεται εξ αιτίας της φρίκης του κινδύνου, εξ αιτίας της σκελετώδους αλλά παντοδυνάμου ιδέας μου.

Δέξαι λοιπόν, πανιερώτατε Δέσποτα, εις απόδειξιν της ευχαρίστου προς αυτήν ημών διαθέσεως την παρούσαν ομολογίαν, οπού δι εμού γίνεται, δεομένου του παντοδυνάμου Θεού υπέρ της υγείας και παντός άλλου αγαθού της υμετέρας Πανιερότητος. Ο Μητροπολίτης Λευκάδος και αγίας Μαύρας. Νέος έτι εισήλθεν ως μοναχός εν τη μονή του προφήτου Ηλιού.

Είναι δε αύτη η εξής: Ακούσης άρα της θυγατρός του ήλθεν ο Χρύσης εις το στρατόπεδον των Αχαιών, κομίζων λύτρα και ικετεύων τον λαόν και τους βασιλείς ν' απολύσωσιν αυτήν, ή τουναντίον έπραξε ταύτα παρακινηθείς υπ’ αυτής της Χρυσηίδος; Δύσκολον τω όντι φαίνεται ημίν να πιστεύσωμεν ότι, αν έστεργεν αύτη την τύχην της παρά τω Αγαμέμνονι, ήθελεν αποφασίση ο Χρύσης, ο κάλλιστα γνωρίζων τας μεταξύ τούτου και της θυγατρός του σχέσεις, και ταύτην να λυπήση και του βασιλέως να διεγείρη την οργήν τούτο δε ενώ άπασα ήδη η παραλία και αυτός ο ναός του Απόλλωνος ήτο υπό το κράτος των Αχαιών και του παντοδυνάμου εραστού της Χρυσηίδος, ης η επιρροή ηδύνατο τα μέγιστα να ωφελήση και τον Χρύσην και τον ναόν, ου ήτο ιερεύς, και ολόκληρον την δουλωθείσαν χώραν.