United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω• πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας 230 γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος και πράος, αλλ' ας είναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη• αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα. ουδέ ποσώς ξενίζομαιτους ανδρικούς μνηστήραις, 235 αν κάμνουν έργ' αρπατικά μ' επίβουλη την γνώμη• ότι αν αρπάζουν τ' Οδυσσηά και τρώγουσι το σπίτι, παίζουν με τα κεφάλια τους και λεν 'π' αυτός δεν θά 'λθη. εις τον επίλοιπον λαόν αγανακτώ, πώς όλοι άφωνοι κάθεσθε, και ουδέ με λόγια καν κτυπάτε, 240 για να δαμάσετε οι πολλοί τους μετρητούς μνηστήραις».

Στης πύλες του Τινταγκέλ τον αφήκε. Στα τείχη, οι φρουροί χτυπούσαν της σάλπιγγες. Εχώθηκε μέσα στην τάφρο και διέσχισε την Πολιτεία με κίνδυνο της ζωής του. Πέρασε όπως άλλοτε τους μυτερούς στύλους του κήπου, ξαναείδε τη μαρμάρινη σκάλα, την πηγή και το μεγάλο πεύκο και πλησίασε στο παράθυρο πίσω από το οποίο κοιμώτανε ο Βασιληάς Μάρκος. Τον εφώναξε σιγά. Ο Μάρκος εξύπνησε.

Και ο θεϊκός Τηλέμαχος την είδε πολύ πρώτος• μες τους μνηστήραις κάθονταν με την καρδιά θλιμμένη, 'ς τον νου θωρώντας τον λαμπρόν πατέρ', αν ίσως έλθη 115 κάπουθε, καιτα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις, να μείνη εκείνος βασιληάς και κύριος εις το βιο του. μ' αυτάτον νου, καθήμενος μαζή τους, την Αθήνη ξάνοιξε κ' ίσια χύθηκετα πρόθυρα, ότι εντράπη πολύν να στέκεται καιρόν ο ξένος εις την θύρα. 120 το δεξί χέρι έπιασεν, επήρε το κοντάρι, και αυτήν άμ' επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•

Αλλά ο Βασιληάς συγκινήθηκε, και για πρώτη φορά μιλώντας στον ανηψιό του: «Πού θα πας μ' αυτά τα κουρέλια; Πάρε από το θησαυροφυλάκιό μου ελεύθερα ό,τι θέλεις, χρυσάφι, ασήμι, γουναρικά, υφάσματα. — Βασιλιά, είπε ο Τριστάνος, δε θα πάρω ούτε πεντάρα, τίποτα. Όπως μπορέσω, θα πάω πιστά να υπηρετήσω τον πλούσιο Βασιληά της Φρίζης». Γύρισε τάλογό του και κατέβη κατά τη θάλασσα.

Οι βαρώνοι τον αγαπούσαν, και απ' όλους πειο πολύ, καθώς θα το ιδούμε παρακάτω, ο Αυλάρχης Ντινάς ντε Λιντάν. Αλλά τρυφερώτερα ακόμη από τους βαρώνους και τον Ντινάς ντε Λιντάν, τον αγαπούσε ο Βασιληάς. Μ' όλη του όμως την τρυφερότητα, ο Τριστάνος δε μπορούσε να παρηγορηθή που είχε χάσει τον πατέρα του το Ρόχαλτ και το δάσκαλό του Γκορνεβάλη, και την πατρίδα του, το Λοοννουά.

Γι' αυτό οι βαρώνοι επίεσαν τον Βασιλέα Μάρκο να πάρη γυναίκα μια βασιλοπούλα, που θα τούδινε νόμιμους κληρονόμους. Αν αρνιότανε, θα πηγαίνανε στους πύργους των, να του στήσουν πόλεμο. Ο Βασιληάς αντιστεκότανε και έκανε όρκους ότι όσο ζούσε ο αγαπημένος του ανηψιός, ποτέ, καμμιά βασιλοπούλα δε θα γινότανε γυναίκα του.

Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο, την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις, απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν, και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95 εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε. και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη, και κρέατα να ψήση ευθύς• και υπάκουσεν εκείνος. ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης, κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. 100 και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι, ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης. η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. 105 έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία, απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον, που ωσάν αστέρας έλαμπε• και κάτω απ' όλους ήταν. κ' έφθασαντον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα τα δώματα• τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου• 110 «Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσηςτην πατρίδα. και απ' όσ' έχωτο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω• κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος 115 είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην διαβάτηςτην επιστροφή• και συ να το' χης θέλω».

Μέσα από τους καλοστρωμένους δρόμους, στολισμένους με μεταξωτές γιρλάντες, περνούσε η λαμπρή συνοδεία: ο Βασιληάς, οι κόμητες και οι πρίγκηπες, με την Ιζόλδη στη μέση.

Τίποτε, Μεγαλειότατε, μα την αλήθεια, που να μη μπορής να το ιδής με τα μάτια σου και να τ' ακούσης με τ' αυτιά σου. Κύτταξε, άκουσε, ωραίε Βασιληά. Ίσως είναι ακόμη καιρός. Απεσύρθησαν, και με χαρά τον άφησαν να καταπίνη το φαρμάκι. Ο Βασιληάς Μάρκος δε μπόρεσε ν' αντισταθή στον πειρασμό. Αθέλητα κατασκόπευσε τον ανηψιό του, παραμόνεψε τη Βασίλισσα.

Τότε ο Τριστάνος έπεσε γονατιστός στα πόδια του Βασιληά Μάρκου, και είπε: «Βασιληά και κύριε, αν θέλης να μου κάνης αυτή τη χάρι, εγώ θα πολεμήσω». Άδικα ο Βασιληάς Μάρκος θέλησε να του αλλάξη ιδέα. Ήταν τόσο νεαρός ιππότης: εις τι θα του εχρησίμευεν η τόλμη του; Αλλά ο Τριστάνος έδωσε την πρόκλησί του στο Μόρχολτ, και κείνος την εδέχτη.