United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε έφθασεν εις την θύραν, εστάθη. Ο ιερεύς έλεγέ τι ταπεινή τη φωνή. Μόλις ηδύνατο ν' ακούση ο γέρων. Έκυψε την κεφαλήν εντός της καλύβης. Του λεπρού η κεφαλή δεν εφαίνετο. Την απέκρυπτον τα νώτα του ιερέως, όστις γονατιστός επί του εδάφους κλίνων τον αυχένα προς τον λεπρόν, προσηύχετο.

Αμέτρητον δε ήτο το πλήθος των αχιβάδων, των οποίων τα κελύφη, κενά και απόζοντα κατά το πλείστον, απετέλουν τήδε κακείσε το ανώτερον του πυθμένος στρώμα, υποκάτωθεν του οποίου αβολιδοκόπητον υπέκειτο το βάθος της ιλύος, εφ' ης εκόλλησαν πεσόντες οι τρεις ναυαγοί, ο πρώτος επίστομα κύπτων εις τον πυθμένα, ο δεύτερος γονατιστός επί του τενάγους, ο τρίτος πλαγίως εις το πλευρόν.

Το βασιλόπουλο αναστέναξε. — Κακά δένδρα είναι, είπε μέσα του, και γελούνε με τον πόνο μου. Εγώ θα καθήσω να ξεψυχήσω εδώ, κάτω απ’ το σιδερένιο πύργο. — Μήνες θα κάτσης γονατιστός, ξαναείπε το κυπαρίσσι, ως που να γεμίσης το σταμνί σου. Και σαν το γεμίσης θα ξεκινήσης πάλι, με της νύκτας το δρόμο, θα πάρης πάλι βουνά και λόγγους και θα γυρίσης πίσω.

Τίποτε δεν υπάρχει, που να μη το χαλούν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Υγείαν, καλό όνομα, χαράν, ανάπαυσιν. Και ως επί το πλείστον από βλακείαν, ανοησία και στενοκεφαλιά, και αν κανείς τους ακούση φέρνοντ' έτσι έχοντας τους καλυτέρους σκοπούς. Πολλές φορές μου έρχεται να τους παρακαλέσω γονατιστός να μη φρενιάζουν τόσον λυσσαλέα μέσα στα ίδια τους τα σπλάγχνα. 17 Φεβρουαρίου.

Τώρα όμως κάνε μου τη χάρη, σήκω και φύγε.» «Ντόνα Νοέμι;» «Λοιπόν, τι τρέχει πάλι; Σήκω, μην κάθεσαι γονατιστός εκεί πέρα, με σταυρωμένα τα χέρια! Είσαι ηλίθιος!»¨ «Μα ντόνα Νοέμι, τι έχετε πάθει; Αρνείστε;» «Αρνούμαι.» «Αρνείστε; Μα γιατί, ντόνα Νοέμι μου;» «Γιατί; Το ξέχασες; Είμαι γριά, Έφις, και οι γριές δεν αστειεύονται με τη θέλησή τους.

Τότε ο Τριστάνος έπεσε γονατιστός στα πόδια του Βασιληά Μάρκου, και είπε: «Βασιληά και κύριε, αν θέλης να μου κάνης αυτή τη χάρι, εγώ θα πολεμήσω». Άδικα ο Βασιληάς Μάρκος θέλησε να του αλλάξη ιδέα. Ήταν τόσο νεαρός ιππότης: εις τι θα του εχρησίμευεν η τόλμη του; Αλλά ο Τριστάνος έδωσε την πρόκλησί του στο Μόρχολτ, και κείνος την εδέχτη.

Μα αφού τον πάει και στ' αρχηγού τον μπάσει την καλύβα, 155 έννια του, δεν τον σφάζει πια μηδ' άλλους δε θ' αφίσει· τυφλός δεν είναι ή άμιαλος μήτ' άσεβος, ν' αγγίξει άντρα που χάρη του ζητάει γονατιστός μπροστά τουΕίπε, κι' η Ίριδα η θεά κινά, η γοργή μηνήτρα.

Και μπαίνει πριν αφτοί τον δουν... ζυγώνει... τ' αγκαλιάζει τα διο του ο γέρος γόνατα και του φιλάει τα χέρια, φριχτά αντροφάγα, που πολλούς τούχανε γιους σπαράξει, 479 κι' εκεί γονατιστός του λέει με περικάλια, μ' όρκους 485 «Γέρο όπως είμαι εγώ γονιό, θεόμορφε Αχιλέα, έχειςθυμήσουστη μπαστιά των έρμων γερατιώνε.

Ο Έφις κοίταζε, γονατιστός σαν να προσκυνούσε. Ήπιε κι εκείνος και του ήρθε να κλάψει. Οι μέλισσες κάθισαν επάνω στη νεροκολοκύθα. Ο Τζατσίντο έκοψε το βλαστό μιας βρώμης που βρισκόταν ανάμεσα στα διπλωμένα του πόδια και κοιτάζοντας καταγής ρώτησε: «Πώς ζούνε οι θείες μουΕίχε φτάσει η στιγμή των αποκαλύψεων.

Ο Έφις, γονατιστός σε μια γωνιά, είχε βυθιστεί στη συνηθισμένη πονεμένη έκσταση και πλάι του η Γκριζέντα, γονατιστή κι αυτή, άκαμπτη σαν ξύλινος άγγελος έψελνε στενάζοντας από αγάπη. Το πορφυρό φως του δειλινού, πιο απαλό προς την Αγία Τράπεζα εξ αιτίας της λάμψης των κεριών, σκέπαζε τους πιστούς σαν αιμάτινο πέπλο, αλλά σιγά σιγά το πέπλο έγινε μαύρο, ξανοίγοντας μόλις από το χρυσάφι των κεριών.