United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτοί που κατοικούν τον κάμπο ολόγυρά της λένε, καθώς μαθαίνουν από παπούν και γονιό, ότι τα κάστρ' αυτά ήταν θρόνος βασιλιά μεγάλου μια μέρα και δείχνουν καταμεσής των χαλασμάτων εις έναν όχτο απάνω, οπ' αγναντεύει δεξιά ζερβιά κι ολόγυρα ολούθε τον κάμπο, «το μνήμα της βασιλοπούλας».

Αυτοί που κατοικούν τον κάμπο ολόγυρά της λένε, καθώς μαθαίνουν από παπούν και γονιό, ότι τα κάστρ' αυτά ήταν θρόνος βασιλιά μεγάλου μια μέρα και δείχνουν καταμεσής των χαλασμάτων εις έναν όχτο απάνω, οπ' αγναντεύει δεξιά ζερβιά κι ολόγυρα ολούθε τον κάμπο, «το μνήμα της βασιλοπούλας».

Γονιό 'χω τον Πολύχτορα, γέρο εστιδά όπως είσαι, άρχοντα πλούσιο εφτά με γιους κι' εγώ το στερνοπαίδι· μα εμένα απ' τους εφτά ο λαχνός μούπεσε εδώ να σύρω. 400 Κι' ήρθα οχ τα πλοία τώρα εδώ στον κάμπο· τι άμα φέξει, θα πιάσει πόλεμο ο στρατός στο κάστρο γύρω πάλι, τι παν να σκάσουν κάθοντας, και πού ναν τους βαστάξουν οι στρατηγοί που πόλεμο διψούν τα παλικάρια

Ο γονιός τους κάθουνταν στην καλόχτιστη Φηρή, σε βιος βαρβάτος, κι' απ' το Ρουφιά κατάγουνταν, απ' το φαρδύ ποτάμι, που κατεβαίνει διάμεσα της γης των Πυλιωτώνε, 545 και τον Ορσίλοχο έσπειρε, πολλών αφέντη ανθρώπων, γονιό τ' ατρόμητου Διοκλή· κι' αφτός παιδιά του πάλι έκανε εκείνους δίδυμα, σε κάθε πόλεμο άξιους.

Θα πης, γιατί δεν πήγε, κι ας είταν και φαμελίτης; Ίσια ίσια γιατί δεν πήγες μήτε του λόγου σου μήτε γω, κι ας μην είχαμε και παιδιά. Ο Ρωμιός πρέπει να είναι του σκοινιού και του παλουκιού, νάχη σκοτωμένο τουλάχιστο ένα γονιό του, για ν' αποφασίση να πάη στον πόλεμο.

Είπε κι' αφίνει η θέϊσσα τον ξακουσμένο γιο της, και κάνει στις θαλασσινές γυρνώντας αδερφάδες «Βουτήξτε εσείς μες στου γιαλού το φαρδοκόρφι τώρα 140 να δείτε το θαλασσινό γονιό μας στο πυργί του, κι' όλα του γέρου πέστε τα. Τι εγώ θα τρέξω τώρα στον Έλυμπο, στου ξακουστού πρωτοτεχνίτη Ηφαίστου, αν θέλει ολόλαμπρα άρματα του γιου μου να χαρίσει

Τότες του λέει ο ξακουστός παλικαράς Διομήδης «Εδώ' ναι αφτόςμην τρέχετε πιο αλάργααν θέτε ως τόσο 110 ν' ακούστε κι' ότι εγώ θα πω κι' αν δεν κακοφανεί σας που τάχατε είμαι απ' όλους σας πιο νιος εδώ στα χρόνια. Μα απ' άρχοντα γονιό κι' εγώ πως σπάρθηκα παινιέμαι, απ' τον Τυδιά που γης χυτή στη Θήβα τον σκεπάζει.

Γιατί στο σπιτικό μας σ' άκουσα εγώ πολλές φορές να λες και να παινιέσαι πως δα το μαβροσύγνεφο του Κρόνου γιο, μονάχη μες στους θεούς, τον γλύτωσες απ' άσκημη λαχτάρα, τότες που θέλανε οι θεοί οι άλλοι — ο Ποσειδώνας, η Ήρα, κι' η θεά Αθήναναν τόνε τριχοδέσουν. 400 Μα απ' τις τριχιές εσύ, θεά, ναν τον γλυτώσεις πήγες. κι' απάνου φώναξες γοργά τον εκατοχεράτο, που Μυριοδύναμο οι θεοί τον λενοι άντρες όμως Αιγαίογιατί στη δύναμη νικάει και το γονιό του· αφτός στο Δία κάθησε σιμά καμαρωμένος, 405 κι' εκείνοι χέρι τράβηξαν απ' τον πολύ τους φόβο.

Απομεσήμερο έγεινε. Ώρα που μαζεύεται ο κόσμος στην Αγορά. Ώρα που πιάνει ο καθένας τη θέση που κληρονόμησε από γονιό και παππού, και καθίζει να δη τριγύρω του τα ίδια τα πρόσωπα, να στηλώση τα μάτια του στους ίδιους τους τοίχους, τα ίδια λόγια να πη, τις ίδιες ξυπνάδες νακούση· να πιη τον καφέ του από το ίδιο φελτζάνι, και το ίδιο το μαρκούτσι να πάρη στο χέρι.