United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με κλάυματα η Πεντάμορφη 'ςταίς θύραις κατεβαίνει: — Για εσέ, λεβέντη ωμορφοννιέ, λεβέντη καββαλάρη, Που μέσ' 'ς τα τόσα αίματα τόσα κορμιά έχεις θάψει, Και σήμερα μ' εγλύτωσες από σκλαβιά μεγάλη, Για εσένα ανοίγω σήμερα το κάστρο μου να ανέβης. Πες μου, τι θέλεις, τι καλό μεγάλο να σου κάμω.

Σε κείνα τα χρόνια απάνω , περνάει τον Ποταμό και κατεβαίνει κι ο Αθαναρίχος, μεγάλος Αρχηγός και Κριτής , μ' άλλους πάλι Γότθος κι αυτός. Και πολλοί από τους παλιούς Γότθους τον αποδέχουνται και τον ορίζουνε Βασιλέα τους.

Όσο για το Γαϊνά, αυτός πήγε κ' έσμιξε με τους Γότθους της Θράκης να βγη με δαύτους και να κουρσέψη. Αποτυχόντας όμως και σε τούτο, ξεκίνησε κατά τον Ελλήσποντο, για να διαβή στη Μικρασία. Κατεβαίνει στην Άβυδο, και τι να δη!

Αν έλεγε ήκουσα ή ετοίμη , θα παράβαινε κ' ίδιας της αρχαίας τον κανόνα. Ο τόνος στην αρχαία κατεβαίνει μόνο όταν η υστερνή συλλαβή της λέξης είναι διπλόχρονη. Ταρσενικό έτοιμος μπορεί λοιπό στην αττική να μείνη προπαροξύτονο· η γενική ετοίμου, η δοτική ετοίμω, η θηλυκή ονομαστική ετοίμη δεν μπορούν όμως να βαστάξουν τον τόνο στην προπαραλήγουσα, γιατί το η, το ω και το ου είταν τότες διπλόχρονα.

Πηγαίνω και γω κάποτες να διώ, τρέχω με τους άλλους, και μάνι μάνι γυρίζω πάλε σπίτι με το βαποράκι που κατεβαίνει τον ποταμό. Τέτοια κ' η ζωή μου. Έρχουμαι από τα πανηγύρια κι από τις χαρές, και να που βρέθηκα με μιας ολομόναχος στην έρημη τη σπηλιά. Κατοικούσα παλάτι λαμπρό· το είχα χτίσει ο ίδιος. Έβαλα μέσα πλούτο και θησαβρούς, έβαλα χρυσές ελπίδες και μάνταλο χρυσό. Έβαλα μέσα ό τι είχα.

Ο Καερδέν είχε ρίξει μια τάβλα, σαν γεφυράκι, από το καράβι του στη στεριά. Πήγε ν' απαντήση τη Βασίλισσα. «Βασίλισσα, αν θέλατε, να μπαίνατε στο καράβι μου να σας έδειχνα τα πλούσια εμπορεύματά μου; — Ευχαρίστως, άρχοντα, απάντησεν η Βασίλισσα. Κατεβαίνει από τ' άλογο, πάει κατ' ευθείαν στη μικρή γέφυρα, την περνάει, μπαίνει στο καράβι. Ο Αντρέ θέλει να την ακολουθήση, και πατάει στην τάβλα.

Τι μπορούσε, άξιε Σεβαστιανέ; — Ω! τι μπορούσε! — φθάνει·και όμως, θαρρώ, στο πρόσωπό σου βλέπω το τι έπρεπε νάσαι· η ευκαιρία σου μιλεί· η δυνατή φαντασία μου θωράει μία κορώνα, η οποία κατεβαίνει απάνου στην κεφαλή σου. ΣΕΒΑΣΤ. Τι; είσαι έξυπνος; ΑΝΤΩΝ. Δεν μ' ακούς που μιλώ; ΣΕΒΑΣΤ. Σ' ακούω· και βέβαια είναι μια αποκοιμημένη ομιλία, και συ μιλείς εις τον ύπνο σου.

Άνοιξε να φέξη πάλι ο κόσμος, ναναστηθή η ψυχή μου. Λυπήσου με, Αρετούλα, και χάνουμαι. Σαν το κερί τη λυώνεις τη νιότη μου, αυτή τη νιότη που πλάστηκε για τα σένα. Μην το πης πως είμαι της φτώχειας αγώρι, γεια μόνο νάχουν αυτά τα χέρια, που μπορούν παλάτι να χτίσουν και να κάθεσαι μέσα μυριοκαμάρωτη. Αχ, του κάκου! Κατεβαίνει το σκοτάδι στη γης και τη σαβανώνει.

Μα για κακή μας τύχη μήτε οι Γότθοι δεν είταν αρκετοί, κ' οι Σλάβοι κατόπι σκορπιστήκανε σ' εξοχές και σε χωράφια, κι όχι μέσα στις πολιτείες, και έτσι δεν ωφελήθηκε ίσως ο τόπος όσο έπρεπε από δαύτους. Ο ξένος έχει μονάχα φόβο σαν κατεβαίνει και ξεσκουπίζει απ' άκρη σ' άκρη το ντόπιο στοιχείο, και μάλιστα το κυβερνητικό του μέρος.

Καθώς ημείς τόρα εδώ τρεις φοράς με αυτήν αλλάζομεν λόγον. Το ίδιον κάμνουν και εκείνοι, όταν τους αρέση εκείνο που τους κατεβαίνει περισσότερον από το προκείμενον, καθώς αρέσει εις ημάς.