United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η εξώπορτα ήταν κλειστή, το χορτάρι φύτρωνε κατά μήκος του τοίχου και στα σκαλοπάτια, όπως σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι∙ κι ο Έφις φοβήθηκε να χτυπήσει. Είδε το πορτάκι της Γκριζέντα που έλαμπε σαν χρυσό ορθογώνιο επάνω στο μαύρο τοίχο, και θυμήθηκε τι του ζήτησε ο Τσουανατόνι. Η Γκριζέντα στεκόταν μπροστά στη φωτιά για να στεγνώσει τα βρεγμένα της εσώρουχα.

Ίσα γυμνώνει στη στιγμή τ' ωριόξυστο δοξάρι, 105 τ' αγριοτραγήσο, π' άλλοτες τον τράγο μοναχός του κάτου απ' τα στήθια βάρεσε, εκεί που τον καρτέραε κι' απ' το ποδόχι στον γκρεμό τον είδε να προβάλει· κι' έπεσε χάμου ανάσκελα ο τράγος οχ το βράχο. Κατάκορφα 'χε κέρατα μακριά δεκάξη χούφτες, που ο κερατοπελεκητής του τάδεσε με τέχνη 110 τα γιάλισε όλα, και χρυσό τους έβαλε κοράκι.

Και εις τι είμαι άξιος εγώ, όπως με αναθρέψατε. Μήπως έχω δύναμι! χαρακτήρα! Δεν βλέπεις που επροτίμησα να παντρευφτώ σαν κλέφτης, να πω εις την γυναίκα μου ψέματα, ότι ηθέλατε το γάμο μας, παρά να αψηφήσω τη γνώμη του κόσμου και τη δική σου και του πατέρα μου, πού θέλατε να μου φορτώσετε της ατιμίες δύω γενεών, δεμένες μέσα σένα χρυσό πουγκί και χρυσωμένες με εκατομμύρια!

Και ταγρίμια του βουνού μεριάζανε ακόμα στο διάβα του και στις ερημικές τις στάνες ταγριόσκυλλα τονέ ζυγώνανε σκυφτά και ταπεινά, κουνώντας την ουρά τους. Ένα πρωί ο γέρος ο βασιλιάς έκραξε το παιδί του και το φίλησε στο κούτελο. Το κάθισε σιμά του σε χρυσό θρονί και του είπε: — Άκουσε, παιδί μου, αυτά που θα σου πω, και νάχης την ευχή μου. Σήμερα είναι μεγάλη μέρα.

Έλα, χρυσό μου έλα!..» Κ' εκείνο το άπραγο, λέγεις εμαγνητιζόταν στην όψι της άρχισε να τριζοβολή έτοιμο ν' αφίση την κλίνη του. Ολόγυρα οι καλεσμένοι, ο καπετάν Μαλάμος φρεσκοξουρισμένος, γελαστός, με την τσοχίνη βράκα και το πλατύ ζωνάρι· δίπλα του η καπετάνισα ντυμένη στα μεταξωτά άστραφταν και οι δυο τους σαν να έκαναν πάλι τους γάμους τους.

Και τι κάνει ο ντον Τζατσίντο;» «Ε, δουλεύει και διασκεδάζει. Είναι εύθυμος, χρυσό παιδί. Όλες οι γυναίκες τρέχουν από πίσω του…. τσακώνονται για χάρη του λες και είναι γλυκό από μέλι…»

Ολόγυμνη η χαλκόμαβη χυτή σου κορυφή, στα πλάγια σου σα με χλωρά σμαράγδια αριοντυμένο, έτσι χρυσό στο δειλινό καθώς έχεις βαφή, ωσάν ολόφωτο όνειρο φαντάζεις υψωμένο. Ολόρθο ολόφωτο όνειρο που η κορυφή ψηλά ανένοιαστη αν στα πόδια της κοιλάδα πρασινίζει κι αν τραγουδούνε τα πουλιά και το νερό κυλά, ατάραχη προς το γλαυκό περίγυρα αντικρύζει.

Μετά από τις πρώτες μπουκιές, η Αμινά έχυσε κρασί σε χρυσό κύπελλο. Πρώτα ήπιε αυτή, σύμφωνα με το Αραβικό έθιμο, και έπειτα το γέμισε για τις αδελφές της. Όταν ήρθε η σειρά του βαστάζου, φίλησε το χέρι της Αμινάς και μετά τραγούδησε ένα τραγούδι που αυτοσχεδίασε για να επαινέσει το κρασί.

Κι’ ο Κωνσταντής περίφανος για τα κεντήματά της, Πνιγμένος από τη χαρά γυρίζει και της λέγει: — Τι λες, Χρυσάιδω μου γλυκειά; Τι λες, χρυσό μου ταίρι; Και ποια άλλη μπόρεσε ποτέ και ποια άλλη θα μπορέση Στον κόσμο τέτοιο κέντημα χιλιόπλουμο να φκιάση; — Κι’ όμως μου φαίνεται να λες, σαν κάτι να του λείπη. — Αλήθεια κάτι λείπεται π’ αυτό το κέντημά σου.... Αλήθεια μες στ’ αμέτρητα και πλούσια του κεντίδια, Του λείπεται ένα, που έπρεπε καθόλου να μη λείπη.... Αχ! ένα που είχαμε ποτε και που μας λείπει τώρα!

Στην καλύβα με τα πράσινα κλαδιά, τη στρωμένη με δροσερά χόρτα πρώτη ξαπλώθη η Βασίλισσα, και ο Τριστάνος έπεσε δίπλα της, αποθέτοντας το σπαθί του στη μέση, γυμνό. Τυχερό τους που δεν είχανε βγάλει τα ρούχα τους. Η Βασίλισσα φορούσε στο δάχτυλο το χρυσό δαχτυλίδι με τα ωραία σμαράγδια που της είχε δώσει ο Βασιληάς Μάρκος την ημέρα των γάμων.