United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αποκοιμήθηκα ή όχι, ποιος το ξέρει; Μου φαίνεται τώρα πως βλέπω μιαν Ακρόπολη καινούρια, πως βλέπω καινούριους θεούς. Στου Παρθενώνα μας τα σκαλοπάτια κάθουνται γυναίκες πολλές αραδιασμένες· τις προσκυνούν οι καινούριοι θεοί και τις φέρνουν κάτι λουλούδια, που μοιάζει πως αναποδογυρίζει ο ουρανός από μοσκοβολιά.

Κι' ολόγυρ' από τα χωριά κι από τον κάμπο ορθώνονται σα φράχτες και σα ταμπούρια, οι λόφοι, τα χαμηλώματα των γύρωθε βουνών, οπ' αναβαίνοντας απανωτά σα σκαλοπάτια σχηματίζουν σιγά σιγά τα ψηλά κι άγρια και κακοτράχαλα καταρράχια του Πίνδου, του Σουλιού και του Δέλβινου, που κλειούν περίγυρα σα γιγάντιες κορνίζες, τη μεγάλη αυτή κι ωμμορφότατη εικόνα.

Στο μεγάλο δρόμο, απάνω στα σκαλοπάτια ενός μεγάρου, κάθεται ένας ζητιάνος. Δίπλα του είναι ξαπλωμένος ένας μαύρος, μαλλιαρός σκύλος. Ο σκύλος του ζητιάνου. Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο, απάνω στα λευκά μάρμαρα. Ο άνθρωπος είναι ντυμένος στα κουρέλια. Το πρόσωπό του είναι χλωμό, αρρωστιάρικο και παραπονεμένο.

Η εξώπορτα ήταν κλειστή, το χορτάρι φύτρωνε κατά μήκος του τοίχου και στα σκαλοπάτια, όπως σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι∙ κι ο Έφις φοβήθηκε να χτυπήσει. Είδε το πορτάκι της Γκριζέντα που έλαμπε σαν χρυσό ορθογώνιο επάνω στο μαύρο τοίχο, και θυμήθηκε τι του ζήτησε ο Τσουανατόνι. Η Γκριζέντα στεκόταν μπροστά στη φωτιά για να στεγνώσει τα βρεγμένα της εσώρουχα.

ΣΤΑΥΡΟΣ Ό καλύτερος τρόπος, πατέρα, για να φτάση κανείς ψηλά, όχι ψεύτικα μα αληθινά, είναι ν' αρχίση από τα σκαλοπάτια εκείνα που φαντάζουν, όπως λέτε σε σας, χαμηλά και ταπεινά, Ας είναι. Αυτά τα πράματα ας ταφήσουμε.

Ήταν σχεδόν ίδιες οι δυο είσοδοι με τρία σπασμένα, χορταριασμένα σκαλοπάτια η κάθε μία, ενώ όμως η είσοδος του παλιού νεκροταφείου έφερε ένα ξύλινο διαβρωμένο υπέρθυρο, εκείνη των τριών γυναικών είχε ένα χτιστό αψιδωτό υπέρθυρο και επάνω στη δοκό του υπήρχαν τα ίχνη ενός οικόσημου: ένα κεφάλι πολεμιστή με κράνος και ένα χέρι οπλισμένο με σπαθί∙ το μότο έγραφε: quis resistit hujas?

Πλησίασε τον Έφις και στάθηκαν μπροστά στην κλειστή εξώπορτα των Πιντόρ. Πάνω στα σκαλοπάτια φύτρωναν τσουκνίδες. Ο ντον Πρέντου θυμόταν πάντα τη Νοέμι να στέκετε εκεί και να περιμένει στη σκιά. «Ωραία. Συνεννοηθήκαμε; Πρέπει να κάνεις όπως σου λέω, κατάλαβες;» «Κατάλαβα. Θα κάνω τα πάντα», είπε ο Έφις. Χτύπησε, αλλά κανείς δεν άνοιγε.

Έλυσε η Λιόλια το σχοινί που ήτανε δεμένο απάνω στη μυγδαλίτσα και την τυραννούσε και το πέρασε πίσω απ' το σωλήνα της βρύσης που ξέβγαινε λιγάκι απ' τον τοίχο της μάντρας. Ότι είχαν αποφάει. Η Λιόλια είχε βγη να καθήση στα σκαλοπάτια μπρος την πόρτα της αυλής.

Στα σκαλοπάτια της εξώπορτας τίναξε τα πόδια του, το ένα μετά το άλλο, για να μην πάρει μαζί του ούτε τη σκόνη από το σπίτι που εγκατέλειπε. Κεφάλαιο δέκατο τρίτο Έξω τον περίμενε ο Τσουαναντόνι. «Σας φώναξα τρεις φορές. Πάμε, η γιαγιά μου δεν είναι καλά και θέλει να σας μιλήσει. Γιατί δεν έρχεστε; Μη φοβάστε, δε θα σας πάρουμε το ψωμί απ’ το δισάκι

Ήταν αλήθεια λίγο αψηλά τα σκαλοπάτια, μα τόσο λαχάνιασμα πάλι! . . Κι ολοένα ανεβοκατέβαινε απ’ την αυλή στην κουζίνα κι από την κουζίνα στην αυλή για να ξεπλύνη το μπρίκι τον καφφέ και τα κουταλάκια της, για να τρίψη την κατσαρόλα της, σαν απότρωγαν αυτή κι ο άντρας της, κάτω από τη βρύση που δεν έπαυε να στάζη- γιατ' ήτονε χαλασμένος ο σωλήνας.