Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Μην είνε Λάμια του γιαλού και της ερμιάς Νεράιδα; Μην είνε του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσης;... Κόφτ' η φλογέρα τον ηχό κι' ο νηός ορθός φωνάζει: — Αν είσαι του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσης, Γύρνα και κρύψου 'ςτής σπηλαίς και κρύψου 'ςτά νερά σου, Και μη πατάς τον τόπο μου, μην έρχεσαιεμένα, Γιατ' έχω γκόλφι και σταυρό, κι αγάπη 'ςτήν καρδιά μου. — Δεν είμαι Λάμια τον γιαλού και της ερμιάς Νεράιδα, Ούτε και του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσις, Μόν' είμαι η πρώτη αγάπη σου κ' αγάπη σου η αιώνια.

Άπλωνε κάτω στις κληματαριές, πέρα ως τη βρύση. Σκρόπαε κ' έπαιζε το ζωηρό το φώς, ανάμεσα στα πυκνόφυλλα κλαδιά του πλάτανου της βρύσης απάνω. Εφάνταζε στης νύχτας το βαθύ σκοτάδι, αληθινό στοιχειό της βρύσης ο πλάτανος, παλάτι ονειρεφτό του Δήμαρχου το σπίτι. Κάτω στο σπίτι, που κατάκλειστη από την ημέρα, να μην την ιδή μάτι, θα ξεκινούσε τόρα, σωστή διαδήλωση. Του κόσμου το παιδομάζωμα.

Κ' η γλήγορες μούλες, μόλις άκουσαν τη σαλαγή τ' αγωγιάτη, έσφιξαν την περπατησιά τους και μας μάκρεναν από το καρβάνι. Τους μπήκαμε κ' εμείς ύστερα με τα συρτάρια του καπιστριού 'ςτα καπούλια και με τες φτέρνες μας 'ςτα λαγγόνια κ' έστρωσαν 'ςτον ανήφορα της βρύσης του Ζαβογιάννη το πλιο γλήγορο και πλιο καμαρωμένο ραβάνι τους. Εμείς στη βρύση του Ζαβογιάννη κι αυτοί 'ςτον Πλάτανο της ρεμματιάς.

Κ' η γλήγορες μούλες, μόλις άκουσαν τη σαλαγή τ' αγωγιάτη, έσφιξαν την περπατησιά τους και μας μάκρεναν από το καρβάνι. Τους μπήκαμε κ' εμείς ύστερα με τα συρτάρια του καπιστριού 'ςτά καπούλια και με τες φτέρνες μας 'ςτά λαγγόνια κ' έστρωσαν 'ςτόν ανήφορα της βρύσης του Ζαβογιάννη το πλιο γλήγορο και πλιο καμαρωμένο ραβάνι τους. Εμείς στη βρύση του Ζαβογιάννη κι αυτοί 'ςτόν Πλάτανο της ρεμματιάς.

Αλλ' εις την καρδίαν ενός μεθυσμένου, όπως ήτο ο Μανώλης, τοιαύτα αισθήματα δεν ηδύναντο να παραμείνουν επί πολύ. Μετ' ολίγον δε τούτο μόνον έμενεν εκ της εντυπώσεώς του, ότι από την ισχνότητα ο επί του χείλους της Πηγής χνους ήτο καταφανέστερος τώρα, αληθινό μουστάκι. Και απεδίωξε την ανάμνησιν της βρύσης με κίνημα οργής. — Ας στο διάολο, μουστακάτη!

Συχνά τον Ήλιο τώρα Όχι ο καϋμός του κυνηγιού, άλλος καϋμός τον φέρει 'Στού Απάνου-Κόσμου τα βουνά. Κάθε λαγκάδι τώρα Και κάθε δάσος που περνά δεν τα 'ρωτά για αγρίμια, Ρωτά για την αγάπη του, την μαυρομμάτα κόρη. Κι' όταν 'ςτόν τόπο της περνά και ροβολά 'ςτή βρύση Πάντα την βρίσκει μοναχή, και κάθεται σιμά της, Και πίνει από τα χέρια της το κρύο νερό της βρύσης. Πέρασαν μήνες, πέρασαν.

Βασίλεψ' ο ήλιος τουρανού, βασίλεψε κι ο δικός μου ήλιος. Γλυκοφέγγουν ως τόσο απομέσα τα σπίτια. Αχτινοβολούν ταμίλητα ταστέρια. Μουρμουρίζουν ταμπελοβάθρακα, και το νερό της βρύσης, ακοίμητος μάρτυρας της αιώνιας αγάπης που ζωντανεύει τον κόσμο, κατρακυλάει και πάει σαν τις ώρες ευτυχισμένης ζωής. Η ζωή μου εμένα θάχη ώρες δύσεχτες και βαριές.

Ξέστρηψα με κόπο την κάνουλα της βρύσης. Ω! συφορά μου! το νερό είχε κοπή. Σηκώνουμαι, σέρνουμαι ακόμα παραπέρα... Δεν θυμάμαι αν είχα πάρει μαζί μου το κορίτσι μου από την κούνια...» Εδώ η αφηγουμένη διεκόπη, και προσεπάθει ν' αναπολήση. Είτα επανέλαβε· «Ναι... όχι, δεν το πήρα μαζί μου... Είχα βγη έξω για προσωρινά.

Νάξερες πως κ' η κάκοψη Πως κι' η τραχιά της φλούδα Γίνεται μέσ' 'ςτά χέρια μου Η πλιο απαλή σαρκίδα. Νάξερες ώμορφο βουνό Τι ενθύμησες μου φέρνουν Τ' απάτητα τα βάθητα Της μαύρης λαγκαδιάς σου. Νάξερες πως η άβυσσο Και το τρανό της χάο Λησμονημένα και παληά Κρυφά μου αποσκεπάζουν. Νάξερες ώμορφο βουνό Τι κελαϊδεί 'ς' εμένα. Της βρύσης σου το γάργαρο Και δροσερό νεράκι.

Εις το τέλος της ημέρας ο γέροντας περιβολάρης ήλθε και με έκραξε διά να δειπνήσωμεν και φέροντάς με εις την άκρην μιας βρύσης πολλά κρύας που εις το περιβόλι ήτον, ηύραμεν εκεί ένα σοφάν εξαπλωμένον επάνω εις τα χόρτα με διάφορα φαγητά· και εκαθήσαμεν διά να φάμεν.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν