United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τα πουλιά που κελαϊδούν λες και την χαιρετούνε, Τα δέντρα που φουρφουλογούν 'ςτής χαραυγής τ' αγέρι, Λες και ξυπνούν, ξαφνίζονται 'ςτής λυγερής το διάβα, Κι' αναμερώντας τα κλαδιά τώνα ρωτάει τ' άλλα Ρωτάει ο γράβος το φτελιά, ο πεύκος το πλατάνι, Το κυπαρίσσι τη ιτιά, κ' η λυγαριά τη δάφνη: — Ποια νάν' εκείνη που περνά, μη νάν' καμμιά Νεράιδα;

Επήγαινεν εις το σχολείον και όπως κάθε πρωί ακολουθούσε την ακρογυαλιά, όταν έξαφνα είδε την Νεράιδα εμπρός της με την χρυσή της βέργα, που έλαμπε. Έλαμπαν και τα ξανθά μαλλιά της και το φόρεμά της ακτινοβολούσε από σταλαγματιές της θαλάσσης· εκείνην την στιγμήν η Νεράιδα είχεν έβγη από το νερό. Καθώς έμαθα, της λέγει, δεν αγαπάς το σχολείον.

Έδωσε παραγγελίαν εις τον Ίλιγγον να εργασθή δι' αυτήν, επειδή ήτο πολύ πνιγηρόν διά την Νεράιδα του Πάγου κατά το θέρος, επάνω εις την χλόην, όπου βλαστάνει η μέντα. Ο Ίλιγγος ανεβοκαταβαίνει· σηκώνεται ένας, σηκώνονται τρεις! Ο Ίλιγγος έχει πολλούς αδελφούς, ένα κοπάδι· η Νεράιδα του Πάγου εκλέγει τον δυνατότερον από τους πολλούς, οι οποίοι διάγουν τον βίον των και μέσα και έξω.

Όλο τη στολίζει, τη χαδεύει, την ξανανιώνει την κακιά της την κόρη· ως και τα κυπαρίσσια της, που πρέπει να είναι φαρμακωμένες οι ρίζες τους, ως και κείνα τα δροσίζει, τα θρέφει, τα μεγαλώνει. Γλιστράει η φύση από τα τούρκικα χέρια σα Νεράιδα, κι όλο βαλσαμώνει, ανεσταίνει, ζωντανεύει. Ως κ' εμάς τα καταφρονεμένα δε μας ξεχνάει. Κοίτα τους επιβάτες, τι σπίθες βγάζουν τα μάτια τους!

Βοσκούλα μαυρομάτα μου της ερημιάς νεράιδα, Μάγισσα της σπηλιάς ξανθή και του βουνού καμάρι, Γιατί ανεβαίνεις τον γκρεμό και το στεφάνι απάνου Και κόβεις μήλα αφ' τη μηλιά, την παραφορτωμένη Και καρτεράςτο διάσελο, το μονοπάτι πιάνεις, Με το κοπάδι να διαβώ να με πετροβολήσης, Να μου προγγάς τα πρόβατα, να μου σκορπάς τα γίδια, Και να γελάς, να χαίρεσαι; Κατέβα εδώ, 'ς εμένα.

Το χιόνι εστοιβάζετο εις την κοιλάδα, όπως και επάνω εις τα υψηλά βουνά. Η Νεράιδα του Πάγου εκάθητο εις την υπερήφανον έπαυλίν της, η οποία κατά τον χειμώνα αυξάνει εις μέγεθος.

Έν ωραίον γραφείον με κάθισμα επάνω με μικράν βιβλιοθήκην, με άλλας θέσεις, εις τας οποίας υπήρχον τετράδια, κονδυλοφόροι, μολυβδοκόνδυλα και ό, τι της εχρειάζετο διά να γράψη. Μητερούλα μου, είπεν η Ανθούλα, συ είσαι και εις το όνειρόν μου και εις το ξύπνημά μου η καλή Νεράιδα. Πόσον ευχάριστα θα μελετώ εις την ήσυχη αυτή γωνιά! — Διάβασε και τι έχω χαράξει εκεί επάνω που θα γράφης!

Ποιος μου έφερε την καινούργια κούκλα ερωτούσε, πάλιν, αν εύρισκε πλησίον εις την παλαιάν κούκλαν της άλλην ωραιοτέραν. Η καλή Νεράιδα, της απαντούσε. Απεκοιμήθη λοιπόν και αυτήν την βραδυά με λύπην η Ανθούλα. Κοντά της εις το τραπέζι ήτον η καινούργια σάκκα της με το καινούργιο βιβλίον μέσα. Αυτό βέβαια θα ήτο δυσκολώτερον από το αλφαβητάριον.

Κάνετε τους κυρίους εκεί κάτω, σεις αι Διανοητικαί Δυνάμειςέλεγεν η Νεράιδα του Πάγου. «Αλλά αι Δυνάμεις της Φύσεως είναι αι κυριαρχούσαιΕγέλα, ετραγουδούσε και εις την κοιλάδα βρόντος ηκούετο. — Εκεί κατρακυλίεται χιονοστιβάςέλεγαν οι άνθρωποι.

Ο καθένας των είναι κρυστάλλινον παλάτι διά την Νεράιδα του Πάγου, της οποίας δύναμις και θέλησις είναι να πιάνη, να νεκρώνη. O ήλιος ακτινοβολούσε θερμά, η χιών ετύφλωνε λευκή και σαν με διαμάντια σπαρμένη, που ήστραπτον και ετόξευον κυανολεύκους μαρμαρυγάς.