Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Ο καθένας των είναι κρυστάλλινον παλάτι διά την Νεράιδα του Πάγου, της οποίας δύναμις και θέλησις είναι να πιάνη, να νεκρώνη. O ήλιος ακτινοβολούσε θερμά, η χιών ετύφλωνε λευκή και σαν με διαμάντια σπαρμένη, που ήστραπτον και ετόξευον κυανολεύκους μαρμαρυγάς.
Τόρα όμως ο αρχηγός των στρατοπέδων; Άραγε, εάν κατέχη την πολεμικήν επιστήμην, είναι ικανός να κυβερνά, και αν ακόμη είναι δειλός εις τους κινδύνους και τον πιάνη ναυτία του μεθυστικού φόβου; Πώς είναι δυνατόν; Αν δε πάλιν δεν κατέχη την τέχνην και συγχρόνως είναι και δειλός; Εννοείς κανένα εντελώς κακορρίζικον, και όχι αρχηγόν ανδρών, αλλά κάπως υπερβολικά εκθηλυσμένον.
Το χιόνι άρχισε να πέφτη χοντρό, ανάλαφρο στο κατάστρωμα, να κάθεται στα ξάρτια, να πιάνη στα πανιά, να λυώνη κάτω στη σκοτεινή θάλασσα. Τριγύρω έκλεισαν τα ουρανοθέμελα, έσβυσαν τ' άλλα πλεούμενα, εχάθηκαν τα Μπουγάζια. Εχάθηκαν από τα μάτια μας όχι όμως και από την ψυχή μας.
Κι ως τόσο δεν μπορεί να μην έτριξαν τασάλευτα κόκκαλά σας σαν ήρθε και πλάγιασε δίπλα σας! Δεν μπορεί να μην το νοιώσατε πως απάνω στο σπίτι μας είνε τώρα ο τάφος, και μέσα σ' αυτό το χώμα γίνεται το σκοταδερό το νυχτέρι. Παράξενο να μη με πιάνη τρομάρα! Να μην τονέ θολώνη φόβος το νου μου! Σίδερο, σίδερο μ' έκαμ' ο Χάρος, και μήτε μέσα στη σπηλιά του δε με τρομάζει ταχόρταγο το θεριό.
Εσίμωσεν εις ημάς, και αφού μας εκύτταξεν ολίγον, άπλωσε το χέρι του εις εμένα πρώτον και πιάνοντάς με από τον λαιμόν, με εκλωθογύρισεν ωσάν ο μακελλάρης όταν πιάνη το πρόβατον από τον λαιμόν, και το δοκιμάζει αν είναι παχύ διά να τα σφάξη, έτσι μ' εκλοθωγύρισε στο δάκτυλό του και βλέποντάς με λιγνόν, και αχαμνόν, με άφησε, και έπιασεν ένα προς ένα και τους άλλους, και τους έκαμε τα ίδια.
Χαροπάλευε και ξωλαλούσε η δόλια η Μάννα, κι' όλα τα ξωλαλήματά της είταν για τον ξενιτεμένο της το Βασίλη. — Την ευχή μου νάχετ' όλοι σας, κι' ο Βασίλης μου την πλειότερη. Χώματα να πιάνη και μάλαμμα να γίνωνται. Από τη δεξιά τη μεριά είχε τη νύφη της τη Βασίλαινα και της κρατούσε το χέρι. — Μου φαίνεται έτσι πως πιάνω τη σάρκα του Βασίλ' μου. Έλεγε με πόνο η δόλια η Μάννα.
Αλλ' όταν άπαξ εγνώσθη και απεδείχθη, ότι είχε &καλό χέρι&, τότε όλαι αι γειτόνισσαι, συγγενείς, παροσυγγενείς, κολλήγισαι ήρχισαν να την πολιορκούν. Είχε πάρει &καλό όνομα& ότι της &εζούσαν τα παιδιά&, όσα ανεδέχετο εκ της κολυμβήθρας. Είνε δε τόσον σπουδαίον να ευρεθή νοννά «&να της ζουν τα παιδιά&», όσον και ιερεύς «&να πιάνη το διάβασμά του&».
Και λόγους της έστειλαν με άλλας γυναίκας πως δεν αρκεί ότι την έσωσαν από την βλαχοκαλύβαν όπου ανετράφη, από την μπομπόταν όπου έτρωγε, και την έφεραν σε πολιτεία, από κάτω σε σπίτι να τρώγη σίτινο ψωμί, παρά ήθελε να μένη και άδουλη να μη πιάνη ούτε μισακό μετάξι! Η Σμάλτω ήκουεν αυτά κ' ετήκετο περισσότερον.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ Μη διά τούτο τους ύπνους σου ταράξης· μη πιστεύσης ότι τόσο είμασθε χοντροί και αναίσθητοι πλασμένοι, ώστε ν' αφίνωμε απ' τα γένεια να μας πιάνη ο κίνδυνος, κ' εμείς να τό' χωμε παιγνίδι. 'Σ ολίγο κάτι περισσότερο θ' ακούσης· τον αγαπούσα τον πατέρα σου, κ' εμένα τον ίδιον δεν μισώ, και απ' όλ' αυτά, νομίζω, μπορείς να φαντασθής, — Εισέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Τι τρέχει; τι 'ναι νέο;
Τρεις μήνες και θα μ' έχης κοντά σου, και ποιος θα σε πιάνη πια τότες! Αρετ. Σαφίνω, γλυκό μου σπιτάκι, και σεις λουλούδια και βότανα που γλυκοπότιζα, μαραθήτε πια τώρα και σεις, σαν κ' εμένα που με ξερρίζωσαν από το πολυαγαπημένο μου χώμα να με φυτέψουνε στάχαρο το περιβόλι της ξενιτειάς. Δέσπω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν