United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο 'γούμενος έτρωγε κ' έπινε εις την πρώτη γραμμή κ' επαρακινούσε να τρώγη και τον Άνθιμο οπού ήταν άτολμος και δειλός σ' αυτά τα πράγματα. — Τρώγε, παλαβέ, του έλεγε κάθε λίγο και τον έκανε να κοκκινίζη με το ύφος του, οπού κάθε στιγμή εγινότανε πιο αδιάντροπο.

Λίγα πράγματα όμως έχω να εξιστορήσω.» «Εξιστόρησε αυτά τα λίγα…» «Ωραία, ναι, θα σας πω…» Η Νοέμι έστρωνε σιωπηλή το τραπέζι. Να, το ίδιο κάνιστρο μαυρισμένο από τον καιρό, λειασμένο από τη χρήση∙ να το ίδιο ψωμί και το ίδιο προσφάγι. Ο Έφις έτρωγε κι εξιστορούσε, με λόγια μπερδεμένα, που τα σκέπαζε το δειλό ψέμα.

Τα περιστέρια κατέβαιναν άσπρα σαν το χιόνι, ήμερα-ήμερα, κ' ετσιμπούσαν το σταρόσπυρο από τα χέρια των κοριτσιών. Τι χέρια, Παναγιά μου. Πιο άσπρα κι' από τα περιστέρια. Δεν ήξερες ποιο έτρωγε και ποιο τάιζε. Κ' έλεγα κ' εγώ ο χαημένος: νάμουνα περιστέρι να δίπλωνα τα φτερά μου απάνω στις πλάτες καμμιάς Βενετσάνας, να μείνω όλη μου τη ζωή εκεί απάνω!

Κάλεσε και γητεύτρες, Ρωμιές και Τούρκισσες, και μούπαν διάφορα ξόρκια. Αλλ' η κατάστασή μου όλο στο χειρότερο πήγαινε. Ο πυρετός μέλυωνε· είχα μείνει ο μισός. Έτσι πέρασε ο Δεκαπεντάγουστος κιαυτό με πίκρανε περισσότερο κ' εβάρυνε την αρρώστειά μου. Από το άλλο μέρος δεν έπασχε και δεν αδυνάτιζε λιγώτερο η μητέρα μου. Απόφευγε να μου φανερώση τη σκέψη που την έτρωγε.

Ελέγομεν λοιπόν, ότι οι δύο μοναχοί, ευρόντες και πάλιν τας αναπαύσεις των, επάχυνον και έζων ευχαριστημένοι εν τη γυναικεία μάνδρα. Αλλά μετ' ου πολύ κατελήφθη η Ιωάννα υπό αγνώστου τινός και φοβεράς ασθενείας. Αι παρειαί αυτής καθίσταντο κοίλαι, οι δε οφθαλμοί θολοί και αλαμπείς, ως οι αστέρες την πρωίαν· αντί τροφής έτρωγε τους όνυχας της και αντί να κοιμάται εστέναζεν όλην την νύκτα.

Κατοικούσε στο χτήμα, στο ίδιο μέσα το καλύβι που γράφουνται αυτές οι φυλλάδες, χτισμένο σε χρόνους που δεν τους έφταξε μήτε κείνος. Και τώρα που είτανε χειμώνας, ανέβαινε στο χωριό. Έτρωγε, κουβέντιαζε, κ' ύστερα πλάγιαζε· και το πρωί, πρι να φέξη, είτανε φευγάτος με το ζεμπίλι του. Έμπαινε λοιπόν ο Βασίλης εκείνη τη βραδιά, κι από το συνηθισμένο του πιο γελαζούμενος.

Σε ποιον να πη τον πόνο του; Άλλος καμπούρης δεν ήταν στο νησί. Τον έτρωγε το μαράζι τον Λαζαράκη. Συχαινότανε όλους τους ίσιους ανθρώπους. Κι' αν βρισκότανε κανένας να του πη: «Μωρέ θέλεις, Λαζαράκη, να σε κάνω ίσιο σαν τη λαμπάδα, να μη σε περγελάη ο κόσμος;» — «Όχι, αδελφούλη μου, θα του έλεγε.

Τη νια μαθές που τούδωκαν πρεσβιό τα παλικάρια, πήγε ξανά απ' τα χέρια του την πήρε ο γιος τ' Ατρέα. 445 Κι' ενώ απ' τη λύπη του έτρωγε τα σωθικά του ο γιος μου για το κορίτσι, να οι οχτροί στρυμώνουν τους Αργίτες μες στα καράβια, κι' όξω πια να βγούνε δε μπορούσαν. Έστειλαν τότε οι πρόκριτοι και τον περικαλούσαν να βγει, και δώρα τούταζαν πολλά και φημισμένα.

Εικοσαετής είχε κληρονομήσει παρά του πατρός του μικρόν καραβάκι χρεωμένον, επλοιάρχει υπέρ τα είκοσιν έτη, και είχε κατορθώσει εν τω μεταξύ όλα τα θαύματα αυτά! Ήτο γίγας σωματικώς και καρδιακώς. Εδούλευε διά πέντε ανθρώπους, κ' έτρωγε κ' έπινε δι' άλλους τόσους.

Η έννοια αυτή την έτρωγε την Ταρσίτσα και της έκοβε τον ύπνο και την ανάπαψη. Δεν ήτανε τρελή η Ταρσίτσα. Τον πόνο της δεν τον έλεγε στον κόσμο, σαν τους άλλους τους τρελλούς. Και μέσα στο σπίτι ακόμα λίγοι ξέρανε το μυστικό της, «Αυτή την πετριά έχει η κακομοίρα, έλεγε η ψυχοκόρη της η Αννίτσα.