Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Τότε εθαύμασε για πρώτη φορά και τα μαλλιά της ότι ήτανε ξανθά και τα μάτια της ότι ήτανε μεγάλα σαν του βωδιού, και το πρόσωπό της πιο άσπρο αληθινά κι από το γάλα των γιδιών, σαν να πρωτοαπόκτησε τότε μάτια κι' όλο τον άλλο καιρό πριν ήτανε στραβός. Μήτε φαΐ έτρωγε πια παρά όσο για να το δοκιμάζη· και πιοτό, αν καμμιά φορά ένοιωθε ανάγκη, έπινε μόνο όσο για να βρέξη το στόμα του.
Άκουσαν οι γυναίκες στις αυλές-πουν' ταυτί τους μαθημένο-και βγήκανε στις πόρτες• μερικές κιόλας, που τις έτρωγε η περιέργεια, πήραν τον ανήφορο ίσαμε μπροστά στο σπίτι. . . Είχε νυχτώσει πια. . . Ηύραν ευκαιρία οι Χαρζανοπουλίνες με τη σύμμαχο τους να κάνουν ταχτικήν υποχώρηση: δεν ηθέλανε να τις ιδούν οι προστυχάντσες, γιατί βαστούσαν πολύ στην αξιοπρέπεια!-Τα χάλια τους !. . να τις βλέπατε πως ξεγλίστρησαν έξω απ’ την πόρτα να κρυφτούνε στη δική τους!. . . Βγήκε κ' η Ευρυδίκη, νικήτρια ! Μα η νίκη της ήτονε συφορά και χαλασμός αλάλητος : τίποτα δε βρισκόταν απάνω στο κεφάλι της απ’ όσα τόχε φορτώσει το πρωί.
Ενίοτε έτρωγε και ενίοτε εκοιμάτο ο γέρων. Αλλά δεν ωμίλει ποτέ, βλέπων ως πρόβατον. Και μόνην ευχαρίστησιν ησθάνετο να διανέμη συνεχώς τα ψιχία του άρτου εις τους λαιμάργους κεφάλους, οίτινες ηθροίζοντο, κοπάδια- κοπάδια, κάτω από τον εξώστην. Με τον καιρόν, εξασθενήσας, κιτρινίσας, ζαρώσας, ωμοίαζε ναυαγισμένον και ξεπαγιασμένον ναύτην.
Ημείς με το να μην είμεθα ακόμη εβγαλμένοι εις την γην, επέσαμεν ευθύς εις το νερόν εις τον ίδιον καιρόν το θηρίον ανοίγοντας το στόμα του εκατάπιε τον σύντροφόν μου· και εγώ εις αυτό το αναμεταξύ που έτρωγε τον σύντροφόν μου, έπιασα την γην πλέοντας, και ούτως εγλύτωσα από τον κίνδυνον του θηρίου.
Αν θέλη να πουλήση λουκάνικα, μάλιστα· με την ευχή μου· λουκάνικα, κορίτσι μου, τρώγει ο κόσμος σήμερα, δεν τρώγει χαρτιά· αν έτρωγε χαρτιά, θα ετύλιγε τα βιβλία με τα λουκάνικα. Δυστυχώς, βλέπεις, συμβαίνει το εναντίον. Λοιπόν ετελείωσε· θα πάρης εκείνον, που βγάζει πράγμα, που τυλίγεται, και όχι εκείνον, που βγάζει πράγμα, που τυλίγει!. . .
Πλησίον αυτού καψαλός σκύλος, με ανωρθωμένον και άτακτον τρίχωμα, επέμενεν οσφραινόμενος το έδαφος μέσω σμήνους ορνίθων, αι οποίαι είχον εισπηδήσει εντός ζητούσαι διά τιτιβισμών την πρωινήν τροφήν των. Προ της θύρας ο εύρωστος ίππος του Μελοπούλου, ζευγμένος εις το κάρρον, έτρωγε την φορβήν του, ανακινών από καιρού εις καιρόν τα ώτα και τύπτων τους πόδας, ωσεί βιαζόμενος να εκκινήση.
«Όπου έτρωγε στην πείνα της τα μαύρα τα παιδιά της». Βεβαιόνουν πολλοί κυνηγοί, ότι ηύραν αλεπού να τρώη στην πείνα της τα μικρά της. Ο Λαός πιστεύει πολύ αυτή την αφιλοστοργία της αλεπούς. Αν λαλήση η κουκκουβάγια σε κατοικημένο σπίτι, θάνατος κι’ ερημιά θα το επακολουθήση. Είναι πολύ απαίσιο το λάλημα του μπούφου στα μαύρα τα σκοτάδια, μέσα στα σύδεντρα και στα λακκώματα.
Και λόγους της έστειλαν με άλλας γυναίκας πως δεν αρκεί ότι την έσωσαν από την βλαχοκαλύβαν όπου ανετράφη, από την μπομπόταν όπου έτρωγε, και την έφεραν σε πολιτεία, από κάτω σε σπίτι να τρώγη σίτινο ψωμί, παρά ήθελε να μένη και άδουλη να μη πιάνη ούτε μισακό μετάξι! Η Σμάλτω ήκουεν αυτά κ' ετήκετο περισσότερον.
— Κάνει, ευλογημένη, κάνει, της είπε ο παπάς. Αλλά τι δουλειά είχες, που δεν κοιμήθηκες; — Δεν είχα καμμιά δουλειά, δέσποτα μ', αλλά μ' έτρωγε η συλλογή και δε μπορούσα να κοιμηθώ... Έφυγε ο παπάς και σε λίγο ακούστηκε ο σήμαντρος της εκκλησιάς.
Πιπ. Μ' έτρωγε κι όλο μ' έτρωγε ταυτί μου από το πρωί. Αρραβώνας μυρίζει πάλι. Περμ. Ταυτί του εσένα σε τρώει μόνο σαν αποδεχτή κ' ύστερα τα μαντάτα. Στον κλήδωνα να τα λες αυτά. Πιπ. Να μη χαρώ το Μαριώ μου, σου λέω, τίποτις δεν άκουσα. Αμέ να μη μπορούμε δα και μεις να δούμε δεντρί, και να στοχαστούμε τι λογής λουλούδι θα βγάλη; Περμ. Α! δεν άκουσες, μόνο είδες κάτι!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν