Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Η Μπήλιω ήτο ωραία βλάχα, μετρίου αναστήματος, εύρωστος και υγιής, με πρόσωπον στρογγύλον, οφθαλμούς αμυγδαλωτούς, καλυπτομένους υπό μακρών μαύρων βλεφαρίδων· την όψιν της είχε ροδοκοκκινίση, ως ερίφιον αργοψημένον ο ήλιος εις τον οποίον ήτο καθημερινώς εκτεθειμένη είτε βόσκουσα τα πρόβατα εις το λειβάδι είτε πλύνουσα εις το λαγκάδι τα ενδύματα.

Η Κυρά Ρήνη, αθάνατος κ' αιωνία όσον η παράδοσις, εύρωστος, ροδοκόκκινη, πλήρης υγείας και νεότητος ωμοίαζε προς καρπόν εν τη αναπτύξει του, όταν οι χυμοί κυκλοφορούν εντός του διακόπως πολλαπλασιαζόμενοι μέχρις αποσχάσεως του φλοιού. Γεμάτη ανημέρων παθών, ποικίλων επιθυμιών, μη έχουσα ουδέν τρυφερόν αίσθημα και προικισμένη διά της μαγείας είχε καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του κόσμου.

ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Βλέπω, κύριε, πως με κυττάζετε με πολλή προσοχή. Τι ηλικίας φαντάζεσθε πως είμαι; ΑΡΓΓΑΝ Νομίζω πως θα είσθε, το πολύπολύ, είκοσι έξη ως είκοσι επτά ετών. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Χα! χα! χα! χα! χα! Είμαι ενενήντα . . . ΑΡΓΓΑΝ Ενενήντα! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι. Βλέπετε με τα μυστικά της τέχνης μου, πώς διατηρούμαι ακμαίος και εύρωστος. ΑΡΓΓΑΝ Για ενενήντα χρόνων πάρα πολύ νέος γέρος, μα την αλήθεια.

Ο νέος είχεν αποβάλει την μαλλίνην ποιμενικήν ενδυμασίαν· διά να τον καλοπιάση δε η μητέρα του τον ενέδυσε με τα καλλίτερα ενδύματα του πατρός του, τα οποία όμως του ήρχοντο ολίγον στενόχωρα, καίτοι ο Σαϊτονικολής ήτο υψηλός και εύρωστος. Ούτω έκαμε την επίσημον εμφάνισίν του εις το χωριό. Και είδα μεν οποία υπήρξεν η πρώτη εντύπωσις και πως από του θαυμασμού η Σπυριδολενιά την έτρεψεν εις χλεύην.

Μετ' απορίας μου παρετήρησα ότι η καλή γυνή, επαινούσα τον υποψήφιόν της, μετεχειρίζετο τας αυτάς ακριβώς φράσεις, τας οποίας και ο Παλτόρης εκθειάζων τας αρετάς του &καρά& του. Ως ο ίππος, ούτω και ο γαμβρός ήτο νέος, υγιής, εύρωστος, ήμερος και ζωηρός. Αυθημερόν το εσπέρας μοι επαρουσιάσθη εν φιλική οικία ο κάτοχος των ανωτέρω προσόντων.

Ο Φλεβάρης είνε μην μεσήλιξ, υψηλός, εύρωστος, με μακράν υπόλευκον γενειάδα και κόμην άφθονον, καταπίπτουσαν ατάκτως επί των ώμων του. Φορεί το γαλάζιο σεγούνι και το λευκόν μάλλινον 'σωπάνι, απαραίτητα ενδύματα του γεωργού των χωρίων.

Ήτο ανήρ κλίνων ήδη προς το γήρας, αλλ' εύρωστος και του οποίου το ζωηρόν πρόσωπον, καίτοι ολίγον μικρόν, ήτο μάλλον σιμόν. Την στιγμήν εκείνην η όψις του εξέφραζεν έκπληξη και κάποιαν ανησυχίαν διά την ασυνήθη παρουσίαν του φίλου του συντρόφου και του εμπίστου του Νέρωνος.

Όλη η συνοδεία τότε δεν ήθελε να πεισθή ότι ο νέος εκείνος δεν το έκαμεν επίτηδες, διά να τους εκπλήξη. Και όμως ιδού τι είχε συμβή. Ο εύρωστος όνος, εννοήσας, φαίνεται, την αδυναμίαν του αναβάτου, το είχε παρακάμει την φοράν ταύτην, αφού μάλιστα ήτο και ανήφορος εις την επιστροφήν. Δεν ήθελεν απολύτως να βαδίση. Επήγαινε με βραδύτητα χελώνης.

Ο Χρήστος ήτο ο υψηλότερος νέος του χωρίου μας, εύρωστος και γενναίος, σωστόν παλληκάρι. Αλλ' ο κίνδυνος κάμνει και τον δειλόν γενναίον. Καταιβάζει διά μιας τον δεξιόν του βραχίονα και σφίγγει κάτω από την μασχάλην τον λαιμόν της λυκαίνης, αρπάζει με την αριστεράν την κεφαλήν της και προσπαθεί να την πνίξη! Τότε ήρχισε πάλη φοβερά.

Ο εύρωστος Αινόβαρβος κατεβλήθη υπό του οίνου, και η γλώσσα μου αρχίζει να τραυλίζη. Παρ' ολίγον να μας μεταμορφώση όλους η κραιπάλη αύτη. Είναι ανάγκη να είπω περισσότερα; Καλή νύκτα· δος μου το χέρι σου, Αντώνιε. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Θα σας συνοδεύσω και εις την ξηράν. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Βεβαιότατα· δος μας το χέρι σου. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Κατέχεις, ω Αντώνιε, την οικίαν του πατρός μουΑλλά τι πειράζει· είμεθα φίλοι.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν