United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο διπλούς πώγων του καθίστα το πρόσωπόν του πλατύτερον, ούτως ώστε τα χείλη του, ήδη πολύ πλησίον της ρινός, εφαίνοντο ότι ηνοίγοντο υπό τους ρώθωνας.

Το πταίσμα είνε μικρόν όταν ο ηθοποιός δεν υποκρίνεται καλώς το πρόσωπον ενός δούλου ή αγγελιαφόρου, αλλ' είνε ασεβές και αποτρόπαιον να μη παραστήση όπως πρέπει προς τους θεατάς τον Δία ή τον Ηρακλήν.

Η δε θεια-Αννούσα, εννοήσασα τούτο, είχεν αρχίσει να ετοιμάζη την μικράν βασταγήν της, μη προσέχουσα πλέον εις την ομιλίαν, με ολόδροσον χαράν, την οποίαν της έφερνον εις το γελαστόν πρόσωπον αι αύραι των βουνών του σκιερού χωρίου της, ευωδιάζουσαν πατρίδος ευωδίαν· και ηύχετο μεγαλοφώνως εις τους περί αυτήν, ως ν' απεβιβάζετο πλέον, από τόσον μακράν: — Πάντα κατευόδιο!

Όταν όμως πλέον αποφασίση, είτε με ένα αργότερον είτε με ένα ταχύτερον πήδημα, και πλέον παραδέχεται το ίδιον πράγμα και δεν διστάζει, αυτό το ονομάζομεν κρίσιν αυτής. Επομένως εγώ την κρίσιν την θεωρώ λόγον ο οποίος ελέχθη, όχι όμως προς άλλο πρόσωπον, ούτε με την φωνήν, αλλά σιωπηρώς προς τον εαυτόν μας. Συ όμως τι την θεωρείς; Θεαίτητος. Και εγώ το ίδιον. Σωκράτης.

Το πρόσωπόν σου να είνε αγριωπόν και το βάδισμα ανάλογον προς την τοιαύτην του προσώπου έκφρασιν. Εν γένει δε όλα σου να είνε θηριώδη και άγρια. Η εντροπή, η μετριοπάθεια και η πραότης ας είνε μακράν σου• και το ερύθημα να το αποξύσης εντελώς από το πρόσωπόν σου.

Ταύτην δύνανται κατά το παράδειγμα του Ιησού να ελεήσωσι και να εξακολουθώσι συναναστρεφόμενοι οι άνδρες, καθήκον όμως πάσης γυναικός είνε ν' αποστρέφη καθ' οδόν το πρόσωπον όπως μη την χαιρετίση, να εξέρχεται της αιθούσης όπου βλέπει αυτήν εισερχομένην, να εγείρεται της τραπέζης όπου έτυχεν η αμαρτωλή να καθήση, να περισυλλέγη τας πτυχάς της εσθήτος της όπως μη μολυνθή εκ της προσψαύσεως της λέπρας, θέσις της προδότιδος δεν είνε πλέον μεταξύ των τιμίων γυναικών, όσαι εύρον ή ζητούσι σύζυγον, αλλ' εν τη ατίμω αγέλη των εταιρών, ήτοι των φυσικών συμμάχων του ανδρός κατά του γυναικείου προς υπερτίμησιν της ηδονής συνασπισμού.

Τώρα ήλθεν η σειρά του Πετρωνίου να εκπλαγή· δεν επερίμενε ποτέ να ακούση στίχον του Ομήρου εξερχόμενον από το στόμα κόρης, της οποίας ο Βινίκιος του είχε διηγηθή την εκ βαρβάρων καταγωγήν. Παρετήρησε λοιπόν την Πομπονίαν με ύφος ερωτηματικόν, αλλ' αυτή εμειδία βλέπουσα την υπερηφάνειαν, ήτις έλαμπεν εις το πρόσωπον του συζύγου της.

Παρέκει κάθηται άνευ της κάπας του ο ποιμήν ο Κομποδήμος, έχων εις το πλευρόν του φιάλην χιλιάρικην, πεπληρωμένην οίνου μαύρου σπιτίσιου, και από καιρού εις καιρόν πληροί το ποτήριον εκεί πλησίον κείμενον και αυτό, και πίνει με κατακόκκινον το πρόσωπον και ημιδακρύοντας τους οφθαλμούςεκ της χαράς τάχα ή εκ του οίνου;

Έπειτα με τας δύο χείρας έλαβε την κεφαλήν του και εβύθισε τους δακτύλους εις την κόμην βρυχόμενος: — Δυστυχία μου! . ., Το πρόσωπόν του έγινε κυανούν, οι οφθαλμοί του ανεστράφησαν, το στόμα του άφρισε: — Τας ράβδους, εφώναξε τέλος με απάνθρωπον φωνήν. — Αυθέντα! Άααχ! Έλεος! ωλόλυζον οι δούλοι. Ο Πετρώνιος ηγέρθη με μορφασμόν βδελυγμίας. — Ελθέ, Χρυσόθεμις, είπεν.

Αυτός ακολούθησε να μιλήση διά τον έρωτά του, και εβίασε τόσον την Ρετζίαν διά να του ανταποκριθή, που τέλος πάντων την έκαμε να χάση την υπομονήν της, και άρχιζε να τον ονομάζη αδιάκριτον και αυθάδη, και ωνείδισε την τόλμην του με πρόσωπον πολλά άγριον και θυμωμένον.