United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν λες, θα του παίρνανε τα παιδιά από τα χέρια του το παγκράτσι τα Φώτα, οπού θα φώτιζε! Προσέθηκεν ο μπάρμπα- Γιαννιός, ετοιμάζων το τσιμπουκάκι του. — Να μη του παίρνανε και την παπαδιά του!. Είπε και ο άσωτος εκείνος ναύτης ο Παυλάκης, με το ξεπλυμένον πρόσωπον, ο Συριανός. Τα διάφορα ποτά είχον εξερεθίσει κ' εξάψει τους ναύτας, επίτείναντα την ευθυμίαν των.

Η δας ην εκράτει η μοναχή επλησίαζε να σβεσθή. Έφθασεν εις το ύψος της κλίμακος. Η θύρα του πρώτου χωρίσματος ενέδωκεν επίσης. Ήτο τούτο είδος προθαλάμου, μετ' αυτόν δε είπετο ο κύριος θάλαμος, εν ώ έπρεπε να κατοική το μυστηριώδες πρόσωπον. Περί των δύο τούτων θαλάμων υπήρχεν αρχαία τις παράδοσις.

Πριν ή αφαρπάσουν τον αδάμαντά μου είχα το δικαίωμα να ρίψω το σκήπτρον εις το πρόσωπον των υβριστών θεών και να είπω εις αυτούς ότι ο κόσμος ούτος ήτο ίσος προς τον ιδικόν των. Όλα είναι μηδέν, η υπομονή είναι ανοησία, η δε ανυπομονησία αρμόζει εις λυσσαλέον κύνα.

Ο διδάσκαλός της, ισχνός, υψηλός, με κίτρινον αυστηρόν πρόσωπον και μαύρον κομβωμένον επενδύτην, δεν ήτο βεβαίως αντικείμενον διασκεδάσεως διά τον φιλοθεάμονα συμμαθητήν μου· αλλ' εδίδασκεν όμως αριθμητικήν, οι δε αριθμοί ήσκουν ακαταμάχητον γοητείαν εις την νεαράν διάνοιαν του Σοφή.

Σήμερον είχον το πρωτότυπον της εικόνος εκείνης ενώπιόν μου. Αλλά το πρωτότυπον τούτο κατέστη εν τω μεταξύ τόσον διάφορον του εξ ου είχον εγώ την εικόνα μου, όσον σπανίως διαφέρει ανεπτυγμένον πρόσωπον από της εν παιδική ηλικία φωτογραφίας του.

Ο κήρυξ ήνοιξε το στόμα, όπως εκτελέση την διαταγήν ταύτην, όταν εις την θύραν του σχολείου εφάνη ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος, ακολουθούμενος υπό των πέντε αχωρίστων φίλων, των περί τον Κουσουρήν και Απίκραντον. — Πώς αρχίζει η διαλογή; εψέλλισε με ηλλοιωμένον το πρόσωπον ο κυρ Μανουήλος ο Στεριωμένος. — Φώναξε, υπέγρυξε προς τον κήρυκα ο κυρ-Ανδρέας, ευθύς ως είδε τα νέα εμφανισθέντα πρόσωπα.

Οι οφθαλμοί του εσταμάτησαν πολύ υψηλά εις τα τελευταία βάθρα του αμφιθεάτρου. Τότε το στήθος του ανέπνευσε ζωηρότερον, και, προς κατάπληξιν του πλήθους, το πρόσωπόν του εφαιδρύνθη διά μειδιάματος, το μέτωπόν του εφωτίσθη, οι οφθαλμοί του υψώθησαν εις τον ουρανόν και εκ των βεβαρημένων βλεφάρων του δύο δάκρυα κατήλθον βραδέως εις το πρόσωπόν του. Και απέθανεν.

Την πρωίαν εκείνην η θλιβερά γραμμή, η ασχημίζουσα, τόσας ημέρας, το λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, είχεν αυλακώση όλον το μέτωπόν της, ως να έδακνε θλίψις πικρά την καρδίαν της, κ' εζωγραφίζετο εις τα πρόσωπον ο φοβερός πόνος.

Ο Κ. Πλατέας εκτύπησε το μέτωπόν του διά της ανοικτής παλάμης. — Πού έχω τον νουν! ανέκραξε. Με συγχωρείς, αδελφέ. Από τα οπίσω καθώς τας έβλεπα τώρα, δεν διακρίνονται, και ελησμόνησα ότι της μεγαλειτέρας το πρόσωπον δεν εμπνέει τον έρωτα. Η μικρά όμως... δεν σου λέγω! Είναι νοστιμωτάτη! Η εκλογή σου καλή! Ο Λιάκος ήκουε σιωπών.

Εχύθημεν όλοι εντός της ανοικτής θύρας, ακολουθούντες την γραίαν. Ο Θεός την εφώτισε ! Εις εκείνην χρεωστούμεν την σωτηρίαν, την ύπαρξίν μας. Δεν την είδα έκτοτε, ούτε το όνομα της γνωρίζω, αλλά ποτέ δεν ελησμόνησα το αγαθόν πρόσωπον της, ουδ' έπαυσα ευλογών την μνήμην της. Είθε να την αντήμειψεν ο Θεός και να την ανέπαυσεν εν ειρήνη !