United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μετά πονηρίας διασωθείσα αυτή φήμη υπό της γραίας τοσούτον είχε γενικευθή, ώστε και αι θυγατέρες της την επίστευον, και ιδού μόλις έφθασαν προ του ευώδους εκείνου θάμνου, εσταμάτησαν, καλέσασαι την μητέρα.

Και τα γίδια εσταμάτησαν σηκώνοντας το κεφάλι· ύστερα έπαιξε το σκοπό του βοσκημάτου και τα γίδια έβοσκαν σκύβοντας το κεφάλι· πάλι έπαιξε γλυκά κι όλα μαζί ξαπλωθήκανε χάμω· κ' έβγαλε στριγγό λάλημα· κ' εκείνα σαν να ερχότανε λύκος ετρέξανε στο δάσος να κρυφτούν· ύστερ' από λίγο έπαιξε το ξαναφωναχτικό και τα γίδια βγαίνοντας από το δάσος μαζεύτηκαν όλα κοντά στα πόδια του.

Ημέραν τινά, περιεργαζόμενοι τας αιθούσας του Πολυτεχνείου, εις το διαμέρισμα της ζωγραφικής, εσταμάτησαν προ εικόνος παριστανούσης άνδρα εν κυνηγετική περιβολή, απάγοντα νέαν κόρην. Μακράν διεκρίνοντο τρεις τέσσαρες άνδρες, οι διώκται πιθανώς του ζεύγους.

Βέβαια εκεί θα εσταμάτησαν διά ν' αναψυχθούν και αναπνεύσουν πελαγίσον αέρα. — Για σου, παπά-Σακελλάριε, είσαι βλέπω καλό μιστρί, είπεν ο κυρ Πέρρος. Ακόμα και για μαλαχτάρι να σ' είχα θα μου έκανες, αν είχα για πιλάγωμα το καράβι, στο καρινάγιο. — Ως τόσον, εγώ σας υποσκέβομαι, ανίσως κ' έγεινε παρατιμωνία, όπως θα έλεες του λόου σου, καπετάν Μαυρογιαλή, πως δεν θα ξαναγείνη.

Φοβισμένος από τούτον τον θόρυβον, του οποίου δεν ήξευρα το αίτιον, εσηκώθηκα διά να φύγω και ξεμακρύνω από το κοιμητήριον, οπόταν δύο άνθρωποι που έστεκαν εις την πόρταν του κοιμητηρίου με εσταμάτησαν, και με ερώτησαν τις ήμουν και τι έκανα εις αυτό το κοιμητήρι. Εγώ είμαι, είπα, ένας δυστυχής ξένος, και μη έχοντας πού την κεφαλήν κλίναι, ήλθα διά να αναπαυθώ ετούτην την νύκτα εδώ.

Μετά τετράωρον δρόμον εσταμάτησαν οι δραπέται, ίνα αναπαυθώσι πλησίον μικράς τίνος λίμνης, παρά το χείλος της οποίας υψούτο προτού γιγαντιαίον άγαλμα του Ιρμινσούλ.

Και εις μεν την Σάμον έπεμψε τα αφιερώματα ταύτα εκ φιλίας προς τον υιόν του Αιάκους Πολυκράτη, εις δε την Λίνδον ουχί διά φιλίαν προς την πόλιν ταύτην, αλλά διότι, ως λέγεται, ο ναός της Αθηνάς εκτίσθη εκεί υπό των θυγατέρων του Δαναού, αίτινες εσταμάτησαν εκεί φεύγουσαι τους υιούς του Αιγύπτου. Ταύτα είναι τα αναθήματα του Αμάσιος.

Εσταμάτησαν το λοιπόν εις αυτόν τον τόπον δύο τρεις ημέρες διά να ξεκουρασθούν και να λάβουν τες δύναμές τους, και, αφού εξεκουράσθηκαν καλά, εκίνησαν προς την πεδιάδα, ελπίζοντες ότι εκείνη θα τους φέρη εις κανένα τόπον κατοικημένον.

Ευθύς που εγροίκησα πως με ωνόμαζαν ένα μάγον εστοχάσθηκα διά να τους βγάλω από αυτήν την υποψίαν· αδελφοί μου, εφώναξα, εβγάτε από την υποψίαν δεν είμαι εγώ εκείνος ο μάγος Μοούκ, που στοχάζεστε, αλλά είμαι ένας ωσάν και εσείς· αυτοί, ακούοντας με να τους ομιλώ, εσταμάτησαν, και χωρίς να με αφήσουν διά να τους βεβαιώσω εις τα όσα τους έλεγα με επερικύκλωσαν με μεγάλην ορμήν, και με έπιασαν διά να με φέρουν εις τον Σουλτάνον να με θανατώση.

Ο Διονυσόδωρος τότε και ο Ευδύθημος, όταν τον είδαν, εσταμάτησαν πρώτα και κάτι άρχισαν να λέγουν μεταξύ των, ενώ από καιρόν εις καιρόν έστρεφαν τα βλέμματά των προς ημάςδιότι τους παρακολουθούσα εγώ με πολλήν προσοχήν· τέλος πλησιάζουν και κάθονται και αυτοί, ο Ευθύδημος κοντά εις τον νέον και ο Διονυσόδωρος αριστερά μου· οι άλλοι επήραν θέσιν όπως έτυχεν ο καθένας.