United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φοβισμένος από τούτον τον θόρυβον, του οποίου δεν ήξευρα το αίτιον, εσηκώθηκα διά να φύγω και ξεμακρύνω από το κοιμητήριον, οπόταν δύο άνθρωποι που έστεκαν εις την πόρταν του κοιμητηρίου με εσταμάτησαν, και με ερώτησαν τις ήμουν και τι έκανα εις αυτό το κοιμητήρι. Εγώ είμαι, είπα, ένας δυστυχής ξένος, και μη έχοντας πού την κεφαλήν κλίναι, ήλθα διά να αναπαυθώ ετούτην την νύκτα εδώ.

Πώς εσύ μπορείς να κοιμηθής ήσυχος; Η κραυγή των απεράντων αγωνιών με εμποδίζει ν' αναπαυθώ. Είναι πολύ, δεν ημπορώ να υποφέρω αυτήν την θέαν. Σήκω! Έλα μαζί μου εις την νύκτα έξω και άφησέ με να σου αποκαλύψω τους τάφους. Δεν είναι αυτό ένα δυσάρεστον θέαμα; Ιδέ! Παρετήρησα.

Μίαν ημέραν, ενώ η βασίλισσα ήτον εις το λουτρόν, εγώ επήγα να αναπαυθώ ολίγον, και δύο σκλάβες αράπισσες με τα αεριστήρια έδιωχναν τις μύγες διά να μη μου ενοχλήσουν τον ύπνον.

Εψεύσθην όμως της ελπίδος, επειδή και το πονηρόν εκείνο ζώον όλην εκείνην την ημέραν με εκρατούσεν υποκάτω του· και το βράδυ όταν εχόρτασε τρώγοντας οπωρικά, πάλιν κολλημένον από τον λαιμόν μου με έκαμε να πλαγιάσω κατά γης να αναπαυθώ, ηθέλησα να δοκιμάσω να του ξεκολλήσω τα ποδάρια από τον λαιμόν μου, όμως δεν εστάθη τρόπος, επειδή και όταν αγροικούσεν ολίγον να του πιάσω τα ποδάρια, τα έσφιγγε τόσον εις τον λαιμόν μου, που εκινδύνευε να με πνίξη.

Ο Κ. Μελέτης με παρεκίνησε ν' αναπαυθώ όσον θέλω και με επληροφόρησεν ότι, οπόταν ετοιμασθώ, θα τον εύρω αναγινώσκοντα έξω εις την αίθουσαν. Πράγματι δεν εβιάσθην. Ο Κ. Μελέτης ανεγίνωσκε μετά προσοχής τας εφημερίδας των Αθηνών, τας οποίας είχε φέρει προχθές το ατμόπλοιον.

Εγνώριζα ότι σημαίνει στόλον, αλλά περί τίνος στόλου επρόκειτο; Επερίμενα ανυπόμονος να εξημερώση, μη γνωρίζων τι συμβαίνει και προοιωνιζόμενος νέα πάλιν δεινά. Ανεπόλουν άκων την πρώτην εκείνην εν Σμύρνη νύκτα, ότε μ' εξύπνησαν των Τούρκων οι αλαλαγμοί. Προς τα χαράγματα ήλθεν η μήτηρ μου και αναλαβούσα την θέσιν της πλησίον του ασθενούς μ' έστειλε ν' αναπαυθώ.

Ύστερα από πολλών ημερών δρόμον, έφθασα εις τούτον τον τόπον, και βλέποντας ετούτο το εύμορφο λειβάδι, ηθέλησα να αναπαυθώ κάμποση ώρα, και ξεπεζεύοντας επήγα σιγά, εις το παλάτι, εκεί που βλέπεις εκείνα τα εύμορφα δένδρα και εκάθησα υποκάτω εις ένα από αυτά, κοντά εις το οποίον έτρεχεν ένα κρυσταλλώδες νερόν.

Ως τόσον ενύκτωσε και το άλογόν μου εκινδύνευε να ψοφήση από την πληγήν και τον κόπον και στοχαζόμενος να φυλάξω την ζωήν μου έφυγα πεζός μέσα εις το δάσος αρκετόν διάστημα διά νυκτός με το φως των αστέρων. Αλλ' όταν κουράσθην μη δυνάμενος πλέον να περιπατήσω, εστοχάσθηκα να αναπαυθώ ολίγον, αλλ' επειδή εφοβούμουν τα θηρία ανέβηκα επάνω εις ένα δένδρον και εκεί εξενύκτησα.

ΑΜΛΕΤΟΣ Κυρία, ν' αναπαυθώ εις το στήθος σου; ΟΦΗΛΙΑ Όχι, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Εννοώ την κεφαλήν μου επάνω εις το στήθος σου. ΟΦΗΛΙΑ Ναι, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Εστοχάσθηκες ότι εννοούσα άτακτα πράγματα; ΟΦΗΛΙΑ Εγώ δεν στοχάζομαι τίποτε, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Και όμως θα ήταν γλυκυτάτη ανάπαυσις . ΟΦΗΛΙΑ Τι, Κύριέ μου; ΑΜΛΕΤΟΣ Τίποτε. ΟΦΗΛΙΑ Είσαι καλόκαρδος, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Ποίος; εγώ;

«Ωιμέ, και τι θα πάθω, τι μου μέλλεταιτο τέλος; 465 κ' εάν την άγρια νυκτιά περάσωτο ποτάμι, η πάχνη μήπως η κακή και η μαλακή δροσία μ' απονεκρώσουν την ψυχή, 'που 'ναι μισοσβυμμένη• και αύρα ψυχρή το χάραμμα απ' το ποτάμι πνέει. και αν πάλι εις ράχιν αναιβώ, καιτον κατάσκιο λόγγο 470 αναπαυθώ μες τα πυκνά δενδρούλια, αν ξεκρυώσω, και ξεκουράσω, και γλυκός ο ύπνος με νικήση, θεριά φοβούμαι μη μ' ευρούν και με κατασπαράξουν».