United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εβγήκα λοιπόν από την κασσέλαν μου και γάλι γάλι εκατέβηκα από ένα παράθυρον, και από εκεί ήλθα εις τον χοντζερέ, που η βασιλοπούλα ευρίσκετο· η οποία εκοιμώνταν εις ένα ολόχρυσο κρεβάτι, και τριγύρου εις το κρεβάτι της έστεκαν τέσσαρες λαμπάδες αναμμένες.

Όσον περισσότερον εβεβαίωνα ότι ήμουν ο Αμπουλβάρης, τόσον περισσότερον εκείνος απέδειχνεν ότι θα ήτο το εναντίον, και πως ήμουν ένας πλάνος. Η Γαντζάδα και ο αδελφός μου έστεκαν χωρίς να ομιλήσουν και εκυττάζονταν ανάμεσόν τους, γεμάτοι από εντροπήν· τέλος πάντων φθάνοντας η ημέρα ήλθαμεν και οι τέσσαρες εις τον Κατήν.

Κ' ήθελε όλα να τ' αλλάξη με το παράδειγμά του, με τα φερσίματα του και με τα λόγια του. Μα τα λόγια και τα φερσίματά του ήταν τόσο ξαφνικά που ετρόμαζαν τους χωριάτες· τους ξυπνούσαν την υποψία. Καθώς ήταν ριζωμένοι στις συνήθειες τους, έστεκαν αντίκρυ του ανήσυχοι κι αγριεμένοι. Ο Τσαϊπάς ούτε το φανταζότανε· μα και να το φανταζότανε λίγο τον έμελλε.

Φθάνοντας δε ο Κουλούφ εις την αυλήν του Βασιλέως, ευθύς έτρεξαν οι Οφφικιάλοι του Βασιλέως, και τον ανέβασαν εις το παλάτι, και τον έφεραν εμπρός εις τον Βασιλέα, ο οποίος ήτον ενδυμένος με φορέματα σκεπασμένα από διαμάντια, ρουμπίνια, και σμαράγδια, και εκάθονταν επάνω εις ένα θρόνον από χρυσάφι και φίλδεσι, και τριγύρου του οποίου έστεκαν οι πρώτοι αυθεντάδες της Ταρταρίας.

Με τον καιρό ρήμαξε, άρχισε να γκρεμίζεται, και μόνο τα πινά του έστεκαν ακόμα, σα μαδημένες φτερούγες, που γύριζαν ανώφελα και λυπητερά, σα φυσούσε δυνατός αέρας, απάνω από το χάλασμα.

Τα ψηλά δένδρα, ανάρηαανάρηα, έστεκαν ασάλευτα μέσα στον άτρεμον αέρα. Περπατούσαμε και δεν ξέραμε πού πάμε. — Πού πάμε; ρώτησα με πνιγμένη φωνή. Δεν ξέρω πού πάμε, μου είπ' ο Άλλος. Η καρδιά μου κτυπάει δυνατά.... Ύστερα σταματήσαμε. Δεν μπορούσαμε να πάμε μπροστά. Τα πόδια μας καρφώθηκαν στο χώμα. Με τα βαρειά βουνά, με τα μεγάλα δένδρα, με τα μαύρα σύννεφα, μείναμε ακίνητοι.

Όλα του ναυτόκοσμου τα σύνεργα, τα όνειρα, οι φιλοδοξίες, οι απλοί πόθοι και οι μεγάλες ελπίδες, από των μαστόρων τα χέρια ξυλόχτιστες έστεκαν εκεί στην ξανθήν αμμουδιά με ζωηρή την έκφρασι.

Εις τα πλευρά των θρόνων έστεκαν οι σωματοφύλακες του βασιλέως με σπαθιά γυμνά εις τα χέρια, και δύο σκλάβες πολλά ωραίες έστεκαν κοντά εις τον θρόνον της βασιλοπούλας.

Ο Σεήφ Μολτούχ υπήκουσε· και ύστερον από μερικές ώρες εγύρισεν εις τον βασιλέα και του είπε· Βασιλέα μου, απέρασα από διαφόρους τόπους, και είδα πολλούς τεχνίτας που έστεκαν πολλά χαρούμενοι εις την τύχην τους, και ανάμεσα εις αυτούς επαρατήρησα έναν νέον υφαντήν, ονόματι Μαλέχ, ο οποίος εγελούσε ακαταπαύστως με τους γειτόνους του· εσταμάτησα διά να μιλήσω· φίλε, του λέγω· εσύ μου φαίνεσαι πολλά χαροποιός.

Ποιος λοιπόν είδε ποτέ τόση λαμπρότητα; Από πού έρχονται όλοι αυτοί οι άρχοντες; Και τίνος είναιΑλλά οι εκατό ιππότες έστεκαν αμίλητοι και δεν εσηκώνοντο από τα καθίσματά τους, οποίος και νάμπαινε.