United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός διά να μου δείξη καλύτερα, έκαμε και εμβήκαμεν και οι δύο μέσα εις την κασσέλαν και μου έδειξεν τι τρόπον έχω να το μεταχειρισθώ εις το να σηκωθώ εις τον αέρα, το να τρέξω ογλήγορα ή αργά, και εις το να κατεβώ, και εις ό,τι άλλο έκανε χρεία. Και αφού εκάμαμεν διάφορες δοκιμές, επήγα με αυτήν πετώντας εις το σπήτι μου, και εκατέβηκα εις το περιβόλι μου.

Το οποίον ευθύς έγινεν. Φθάνοντας ο σεντουκάς και ο σκλάβος, ο ξένος επρόσταξε τον σεντουκάν διά να φτειάση μίαν κασσέλαν έξη ποδάρια μακρυάν, και τέσσαρα πλατείαν· ο τεχνίτης εις ολίγην ώραν την ετελείωσε· και ο ξένος από το μέρος του δεν έστεκεν αργός, αλλ' εκατασκεύασε πολλά μηχανικά πράγματα, διά να βάλλη εις την κασσέλαν· δηλαδή τροχούς, σφαίρες και άλλα παρόμοια, Και ωσάν απέρασεν εκείνη η ημέρα, απέστειλε τον σεντουκάν και ο ξένος έμεινε μοναχός, και επαιδεύθη όλην την άλλην ημέρα, διά να βάλλη εις τάξιν τες μηχανικές, σφαίρες και τροχούς, διά να κάμη τέλειον το έργον του.

Και ούτω λέγοντας, ευθύς άνοιξε μίαν κασσέλαν και έβγαλε μίαν σακκούλαν και της εμέτρησε χίλια φλωριά, λέγοντάς της· έπαρε, ω γυναίκα, την προίκα σου, και ύπαγε όπου θέλεις· «Εγώ σε χωρίζω μίαν φοράν, δύο φορές, τρεις φορές σε αποχωρίζομαι, και διά πλέον βεβαιωσύνην σου δίδω ετούτα τα λόγια εγγράφως και υπογραμμένα από τον Αναΐππην μου κατά τους νόμους». Και με τούτον τον τρόπον εχώρισε την γυναίκα του, η οποία εν τω άμα ετραβήχθη εις τον πατέρα της μαζί με την προίκα της.

Η νεότης μου φυσικά με έκανε τολμηρόν και αγροικώντας που δεν μου έλειπε καρδιά, διά να βάλω εις πράξιν μίαν τόσον αυθάδη απόφασιν, εσηκώθηκα ευθύς εις τον αέρα, και εφέρθηκα με την κασσέλαν μου επάνω εις το σκέπος του παλατίου της βασιλοπούλας σιμά εις ένα τόπον, που είδα κομμάτι φως.

Βλέπεις εσύ, μου λέγει ο ξένος, εβγαίνοντας έξω από την κασσέλαν, μίαν καλήν τέχνην διά να ταξειδεύσης, χωρίς να φοβηθής από κανένα εναντίον, και κίνδυνον κλεπτών και άλλων; ετούτο είνε το μέσον που ήθελα να σε ερμηνεύσω, διά να ταξειδεύσης χωρίς κίνδυνον· εγώ σου κάνω ένα δώρον ετούτην την κασσέλαν, και θέλεις την μεταχειρισθή οπόταν επιθυμήσης να ιδής κανένα τόπον.

Γυρίζοντας από την χώραν έμεινα εις τον λόγγον όλον το επίλοιπον της ημέρας, απερνώντάς το εις το να καλλωπισθώ και να στολισθώ καπνιζόμενος από τα μυρωδικά αρώματα. Και φθάνοντας η νύκτα εμβήκα εις την κασσέλαν μου εύμορφα στολισμένος, και εφέρθηκα πάλιν επάνω εις το σκέπος του παλατίου· εγώ εμβήκα εις τον χοντζερέ της βασιλοπούλας ωσάν και την άλλην νύκτα.

Βλέποντάς με εις κατάστασιν που δεν ημπορούσα πλέον να υποφέρω, και φοβούμενος να μην αποθάνω εις καμμίαν φυλακήν από τα χρέη, επρόστρεξα εις την κασσέλαν μου.

Εσταμάτησα διά να στοχασθώ όχι μόνον την χώραν, μα ακόμη ένα μεγαλοπρεπέστατον παλάτι, που ήτον κτισμένον εις την άκρην εκείνου του κάμπου· επιθυμούσα μεγάλως να μάθω πού ήμουν, και στοχαζόμουν με τι τρόπον να πληρώσω την περιέργειάν μου, οπόταν είδα εις ένα χωράφι ένα χωριάτην που εδούλευεν· ακατέβηκα εις τον λόγγον, και αφίνοντας εκεί την κασσέλαν, επήγα προς τον χωριάτην και τον ερώτησα πώς ωνομάζετο εκείνη η χώρα.

Έπειτα από ετούτα, αυτός στοχαζόμενος ότι ήτον χρέος ευγενείας να με αφήση μόνον με την θυγατέρα του, ανεχώρησεν εις άλλον χοντζερέ, και εγώ επεριδιάβασα όλην την νύκτα με την Σχυρίναν, και πριν ξημερώση εμίσευσα, και ήλθα με την κασσέλαν εις τον συνηθισμένον λόγγον.

Η Αμέρσα, η δευτερότοκος, ήτον ανύπανδρη, γεροντοκόρη ήδη, αλλά προκομμένη πολύ «μορφοδούλα», ονομαστή δε υφάντρια· ήτον μελαψή, υψηλή, ανδρώδης, — και τα προικιά της και τα στολίδια τα κεντητά, τα οποία μόνη της είχε κατασκευάσει, ευρίσκοντο κλεισμένα από χρόνων πολλών εις μεγάλην άκομψον κασσέλαν, και τα έτρωγεν ο σκόρος και το σαράκι. — Καλημέρα! . . . πώς είστε; . . . Πώς περάσατε;