United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΡΟΣΠ. Ανδράποδο, ψέμματα γιομάτο, οπού το δάρμα ακούς, όχι την καλοσύνη· λάσπη 'καθώς είσαι, εγώ εφέρθηκα προς εσέ με φιλάνθρωπα σπλάχνα, και σ' επήρα και σ' είχα εις το σπήλαιο μου, όσο που επάσχισες ν' ατιμάσης το τέκνο μου. ΚΑΛΙΜΠ. Ω! Ω! Ω! — να μου 'χε πιτύχει! μ' επρόλαβες, ειδεμή θα εγιόμιζα τούτο το νησί Καλιμπάνους.

Και ευθύς που είπεν αυτά τα λόγια, οι γυναίκες της την ακολούθησαν προς το παλάτι λέγοντας, πόσον μας κακοφαίνεται ότι αυτός είνε έτσι κασιδιάρης. Αφού και αυτές εμίσευσαν, εφέρθηκα ευθύς εις την οικίαν του περιβολάρη, εις την οποίαν ηύρα και τον Λαλάν μου, που είχεν έλθει να λάβη καμμίαν είδησιν διά εμένα.

Την ακόλουθον ημέραν κατά πρώτον επήγα με την κασσέλαν μου εις ένα υψηλόν τόπον, και εθεώρησα καταλεπτώς την κατάστασιν του στρατεύματος του Κασέμ, ομοίως και την τένταν που αυτός ήτον οικονευμένος· και ωσάν είδα όλα αυτά καλώς, επήγα εις έναν τόπον πετρώδη, και έμασα πολλότατες πέτρες μικρές και μεγάλες, και εγέμισα όσον ημπόρεσα την κασσέλαν μου· έπειτα εφέρθηκα εκείνην την ίδια νύκτα εις την τένταν του βασιλέως, τον καιρόν πού οι φύλακες εκοιμώνταν, και κατεβαίνοντας εκεί εβγήκα κρυφίως από την κασσέλαν μου χωρίς να είμαι από κανένα θεωρημένος, και βλέποντας που ο Κασέμ εκοιμώνταν, τραβώ μιαν πέτραν και τον κτυπώ με μεγάλην δύναμιν εις το κεφάλι, και τον ελάβωσα μεγάλως.

Έφθασε και εκείνη η νύκτα, κατά την συνήθειαν εφέρθηκα εις την βασιλοπούλαν. Ωραία Σχυρίνα, της είπα εμβαίνοντας εις τον χοντζερέ της, εσύ δεν ηξεύρεις, εκείνο που εσυνέβη σήμερον εις τον κάμπον· ένας τζοχαντάρης ο οποίος εδίσταζεν ότι εσύ είσαι γυναίκα του Μωάμεθ, έλαβε την παίδευσιν της απιστίας του.

Και ερχομένη η νύκτα τον καιρόν που όλος ο λαός εις τες στράτες εχαίρουνταν, εφέρθηκα επάνω εις την χώραν και σηκωνόμενος πολλά εις τα ύψη, άναψα την μηχανικήν φωτιάν, και έκαμα να φανούν εις τον αέρα διάφορες φλόγες, ήλιος, σελήνη, αστέρες φωτεινοί, και άλλα παρόμοια, που τους έκαμαν να μείνουν εκστατικοί· και αφού αποτελείωσα τες φωτιές μου ετραβήχθηκα εις τον συνειθισμένον μου τόπον όλος χαρά.

Γυρίζοντας από την χώραν έμεινα εις τον λόγγον όλον το επίλοιπον της ημέρας, απερνώντάς το εις το να καλλωπισθώ και να στολισθώ καπνιζόμενος από τα μυρωδικά αρώματα. Και φθάνοντας η νύκτα εμβήκα εις την κασσέλαν μου εύμορφα στολισμένος, και εφέρθηκα πάλιν επάνω εις το σκέπος του παλατίου· εγώ εμβήκα εις τον χοντζερέ της βασιλοπούλας ωσάν και την άλλην νύκτα.

Όλες οι σκλάβες που εστοχάζονταν να είνε στολισμένες με άκραν ωραιότητα, έμειναν παραιτημένες από τον βασιλέα, και γεμάτες από φθόνον εναντίον μου, δεν έλειψαν με κάθε τρόπον να πασχίσουν διά να με βγάλουν από την αγάπην του βασιλέως, μα εγώ εφέρθηκα τόσον καλά, που έκαμα και δεν έλαβαν το ποθούμενον· αλλά με όλες τούτες τες τιμές και χάρες εγώ δεν είμαι ευχαριστημένη με την τύχην· επειδή και με κανένα τρόπον δεν ημπορώ να λάβω αγάπην προς τον βασιλέα· και με όλον που αυτός πάσχει διά να κερδίση την αγάπην μου, τόσον περισσότερον μισητός μου γίνεται· μα πρέπει να ομολογήσω την αλήθειαν ότι αυτός είνε ένας βασιλέας πολλά εύμορφος, γλυκύς και καλής καρδιάς· και εις τούτο δεν ηξεύρω τι να ειπώ διά το αίτιον, που με κανένα τρόπον δεν ημπόρεσα να λάβω κλίσιν προς αυτόν ή η αγάπη δεν στέκει εις ημάς ή η αγάπη μου εφυλάττονταν διά εσένα· επειδή και ευθύς που σε είδα, με όλον που σε ωνείδισα, η καρδιά μου όμως είχε λαβωθή διά εσένα· και ημπορώ να ειπώ πώς εσύ είσαι ο πρώτος άνθρωπος, που εις όλην μου την ζωήν αγάπησα.

Η νεότης μου φυσικά με έκανε τολμηρόν και αγροικώντας που δεν μου έλειπε καρδιά, διά να βάλω εις πράξιν μίαν τόσον αυθάδη απόφασιν, εσηκώθηκα ευθύς εις τον αέρα, και εφέρθηκα με την κασσέλαν μου επάνω εις το σκέπος του παλατίου της βασιλοπούλας σιμά εις ένα τόπον, που είδα κομμάτι φως.

Και πώς, ω Ρετζία, την αντίκοψα, εσύ δεν είσαι γυναίκα του βασιλέως της Γάζνας; όχι, ω κύριέ μου, εξαναείπεν η βασιλοπούλα εγώ ακόμη δεν είχα γίνει· επειδή και αφού εμίσευσεν ο Αμπασατόρος σου από την αυλήν του πατρός μου έτυχαν τόσα συμβεβηκότα, που εμπόδισαν την υπανδρείαν μου έως τώρα, και δεν ήσαν άλλο παρά τρεις ημέρες, που είχα φθάσει εις την Γάζναν προς τον μισημένον μου νυμφίον, και εκεί που εγένονταν οι χαρές του στεφανώματός μου αρπάχθηκα αιφνιδίως από την μέσην των δούλων μου, και εις μίαν στιγμήν εφέρθηκα εδώ που με βλέπεις.