United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί τον αγάπησε κι' αυτή δεν ήξερε. Ίσως γιατί ο χειμωνιάτικος ήλιος ξυπνούσε μες στην καρδιά της μια παλιά, παγωμένη αγάπη. Ίσως γιατί την μεθούσαν με τη βαρειά τους μυρωδιά οι μικροί, γαλάζιοι μενεξέδες του περιβολιού. Ίσως γιατί μες στη φωτιά της γωνιάς τριζοβολούσαν παράξενα τα ξύλα, με μικρές μυστικές φωνές. Ίσως γιατί ήτανε συνεφιασμένος ο ουρανός κ' οι νύκτες ατέλειωτες.

Κι αυτό γίνεται όχι σ' ένα, όχι σε δυο, μα σε πεντακόσια χωριά. Πιάνουν λοιπόν κι αυτοί κάτω στην Ελλάδα και γυρεύουν προστασία. Αυτά, κ. Σκληρέ, δεν είναι μεγάλες ιδέες, ούτε μικρές. Είναι πραγματικότητες.

Ποταμάκια μικρά και χαριτωμένα περνούσαν γύρω στις ρίζες των ψηλών δένδρων και μικρές λίμνες, σπαρμένες μέσα στην πρασινάδα, καθρέφτιζαν τα πυκνόφυλλα κλαδιά με τους χρυσούς καρπούς. Και τα φιδωτά δρομαλάκια του περιβολιού ήσαν στρωμένα με ψιλή άμμο, από διαμάντια και ζαφείρια, που λαμποκοπούσαν στον ήλιο με χίλια χρώματα.

Να προσέχης! αυτό μόνο σου λέω. Γιατί όποιος τόχει το νερό μες την αυλή, δεν πάει στο ποτάμι. . . Μου φάνηκε πονηρή η μικρή. Ξέρεις τι σου είν' αυτές οι μικρές, καθώς έγινε τώρα ο κόσμος!. . .» Έτσι δεν έπαυε η γλώσσα της Κυρίας Ευρυδίκης να στάζη γλύκα ως που βράδιασε.

Παρείχαν μικρές μελέτες και σκόρπιες σκέψεις· είδα μερικές· και αφού κατά τας δέκα διέταξε και επρόσθεσαν ξύλα στη θερμάστρα και του έδωκα ένα μπουκάλι κρασί, έστειλε τον υπηρέτη του να κοιμηθή, που είχε δωμάτιο, καθώς και οι άλλοι άνθρωποι του σπιτιού, στο πίσω μέρος, μακριά από το δικό του.

Ανάμεσα όμως στα παιγνίδια είτανε στημένες μικρές και μεγάλες φωτογραφίες σε κορνίζες και στον τοίχο, όσο είτανε δυνατό πιο κοντά στο φως, κρέμονταν άλλες. Είταν εκεί εικόνες του μπαμπά και της μαμάς, των αδερφών κι όλης της οικογένειας.

Εδώ κι εκεί μπροστά σε μικρές φωτιές αναμμένες κατά μήκος των τοίχων έσκυβε η μαύρη φιγούρα καμιάς γυναίκας που μαγείρευε. Οι άντρες, που είχαν έρθει την παραμονή για να μεταφέρουν τις οικοσκευές, είχαν κιόλας φύγει με τα κάρα και τα άλογά τους.

Όταν ήθελε να κάμη μεγάλην τινά επιχείρησιν ή και απλώς να διασκεδάση εκτύπα τρις τας παλάμας κ' εφώναζε: — Κυράδες μικρές, Κυράδες τρανές, ελάτεκυρά σας τη μεγαλείτερη. Κ' ευθύς συνέρρεον περί αυτήν οι Νεράιδες της θαλάσσης, οι Λάμιες των λιμνών, οι Τσατσούλες των βουνών, όλα τα πνεύματα των δασών και των ερήμων, αι Μοίραι, γελώσαι, τραγουδούσαι και πρόθυμοι να την υπηρετήσουν.

Στη μέση το ψηλό μεγάλο τραπέζι με τ' άσπρο του μάρμαρο και τα βάζα του και τα γυαλικά του, άπλονε προς την πόρτα τρεις καθαρές βιτρίνες, που στα βάθη τους κιτρίνιζαν από την πολυκαιρία, διάφορα χημικά και φαρμακευτικά είδη, ενώ αποπίσω του ο γέρος φαρμακοποιός με τους δυο βοηθούς του αμούστακα παιδιά ακόμα, έτριβαν και ζύγιζαν κι έλιοναν και έφκιαναν γιατρικά, σκυμμένοι στις μικρές, τετράγωνες ρετσέτες.

Guy de Maupassant με την οξεία, τσουχτερή του ειρωνεία και το τραχύ και ζωηρό ύφος του αφαιρεί από τη ζωή και τα λίγα φτωχά κουρέλια που τη σκεπάζουν ακόμα και μας δείχνει τη βρωμερή, πονούσα κ' εμπυασμένη πληγή. Γράφει σκοτεινές μικρές τραγωδίες, όπου μέσα ο καθένας γελοιοποιείται, και πικρές κωμωδίες, που δεν μπορεί κανείς να γελάση μ' αυτές από τα δάκρυα που προκαλούν. Ο κ.