Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Κ' ήτανε πια ο ένας δέκα πέντε χρονών κ' η άλλη μικρότερη δυο χρόνια, όταν ο Δρύαντας κι ο Λάμωνας βλέπουν την ίδια νύχτα τέτοιο όνειρο. Τους φάνηκεν ότι οι Νύμφες εκείνες, που ήτανε στη σπηλιά, όπου η πηγή, όπου βρήκε το παιδί ο Δρύαντας, παράδωσαν το Δάφνη και τη Χλόη σε παιδί πολύ ζωηρό κι όμορφο, που είχε φτερά στους ώμους κ' εκρατούσε σαΐτες μικρές μαζί με δοξάρι.
Και οι νάνοι και οι γιάνας, μικρές νεράιδες που τη μέρα μένουν στο καμωμένο από βράχους σπίτι τους να υφαίνουν χρυσό πανί σε χρυσούς αργαλειούς, χόρευαν στον ίσκιο των μεγάλων θάμνων της αγριελιάς, ενώ οι γίγαντες πρόβαλαν ανάμεσα από τους φεγγαρολουσμένους βράχους των βουνών, κρατώντας από τα χαλινάρια τα τεράστια πράσινα άλογά τους που μόνο εκείνοι μπορούν να καβαλικέψουν και κατασκόπευαν εάν εκεί κάτω, ανάμεσα στις εκτάσεις του βλαβερού φλόμου κρυβόταν κανείς δράκος ή εάν το μυθικό φίδι κανανέα, που ζούσε από τα χρόνια του Χριστού ακόμη, σερνόταν πάνω στην άμμο γύρω από το βάλτο.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τιμώρησέ μου τον πολύ, μα μάθε τον επίσης, και πιάσε ν' ακονήσης τη γλώσσα του• και με τη μια μασσέλα, μια μεγάλη να τρώη δίκη, και μικρές να τρώη με την άλλη. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Εμπρός λοιπόν. Μα κι' αυτά τα κεραμίδια θα τα σπάζουμε καλά με χαλάζια στρογγυλά.
Τι κρίμας που δεν έχω απάνω μου καμιάν απ' αφτές τις στάτουες τις χαριτωμένες, να σας τη δείξω, να διήτε τι μικρές, τι νόστιμες αλήθεια που είτανε. Οι μικροπολίτες μιλούσανε μια πολύ παράξενη γλώσσα. Συνήθιζαν κάτι λέξες που τις είχαν πρώτα, οι πατέρες τους, οι γιγάντοι. Μα όταν έβγαιναν από το μικρούτσικο τους το στοματάκι φάνταζαν πολύ περίεργα.
— Δεν μπορώ να φανταστώ το παιδί χωρίς τα σγουρά μαλλιά του, έλεγε. Τον έπαιρνε στην αγκαλιά της, του ψιθύριζε, του μιλούσε, τον ικέτευε. Μα ο Σβεν δεν μπορούσε να πειστή. Παρακαλούσε τόσο κ' είτανε τόσο συγκινητικός, που τέλος κατώρθωσε να του γίνη το θέλημα. Ήρθε μέσα στην κάμαρά μου με το κόκκινο καπελάκι του, με το άσπρο φόρεμα κυματιστό γύρω στις μικρές γαμπίτσες.
Δε μ' έννοιωσες, τάχα; Τάχα δεν έφαγες ποτέ σταφύλια στ' αμπέλι; Δεν είχες ποτέ σου αμπέλι, κούτσουρα αραδιασμένα το χειμώνα, ύστερα ν' αρχίζη να πρασινίζη, να βγάζη τα χνουδωτά σημάδια της νιότης, να πετάη βλαστάρια και να κλαδώνη, κατόπι νανθίζη και να κρεμιένται τα χιονάτα λουλούδια του, έπειτα μικρές αγορίδες, κι αυτές να μεγαλώνουν και να γίνουνται σιγά σιγά κόκκινες, ώσπου να καταντούνε σταφύλια; Σα να μου λες, θαρρώ, ναι.
Δεν ήτανε μεσουρανίς ακόμα το φεγγάρι κ' οι δυο ψαράδες ξύπνησαν απ' της δουλειάς την έννοια· εδιώξανε τον ύπνο τους κι αρχίσαν να 'μιλούνε: — Ψέμματα λένε, σύντροφε, πως τάχατες οι νύχτες το καλοκαίρ' είν' πλιο μικρές που μεγάλων' η 'μέρα· Εγώ είδα τόσα ονείρατα, κι ακόμα που να φέξη!... Μην τύχη κ' εγελάστηκα, για μάκρυναν οι ώρες; — Άδικα 'βρίζεις, γέρο μου, τώμορφο καλοκαίρι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν