United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευθύς τους πλησιάζει, τους χαιρετά και τους προσκαλεί νάρθουνε στο ξενοδοχείο του να φάνε μακαρόγια, πέρδικες της Λομβαρδίας, χαβιάρι μαύρο, και να πιούνε κρασί του Μοντεπουλστιάνο, δάκρυα του Χριστού, κυπριώτικο και σαμιώτικο. Η δεσποινίς κοκκίνησε, ο θεατίνος δέχτηκε κ' εκείνη τον ακολούθησε κοιτάζοντας τον Αγαθούλη μ' έκπληξη και ταραχή, ενώ δάκρυα θαμπώνανε τα μάτια της.

Ήτο ανάστασις, Ανάστασις! Το πρόσωπον του Δεσπότου Χριστού έλαμπε με άγιον φως, δεξιά της ιεράς πύλης. Η μορφή της Δεσποίνης Θεοτόκου ήστραπτεν εξ αφάτου χαράς αριστερόθεν, κρατούσης το θείον βρέφος της.

Διήλθον εν ησυχία το Σάββατον εκείνο, το οποίον, διά τας συντετριμμένας καρδίας όλων όσοι ηγάπων τον Ιησούν, ήτο Σάββατον αγωνίας και θλίψεως. Αλλ' οι εχθροί του Χριστού δεν έμειναν τόσον αδρανείς. Η φοβερά ανησυχία των ενόχων συνειδήσεων δεν είχε καταπραϋνθή ούτε διά του θανάτου Του επί του Σταυρού.

Τότε ύπαγε μεταξύ των χριστιανών, ύπαγε εις τους οίκους της προσευχής και ερώτησον τους αδελφούς μας πού είνε ο Γλαύκος ο ιατρός, και όταν σου τον δείξουν, εν ονόματι του Χριστού, φόνευσέ τον! — Γλαύκος; . . . επανέλαβεν ο εργάτης, ως να ήθελε να εγχαράξη το όνομα τούτο εις την μνήμην του. — Τον γνωρίζεις; — Όχι δεν τον γνωρίζω.

Εις το γενικόν μάθημα το οποίον η ιστορία της διδάσκει θα επανέλθωμεν εν τοις ύστερον, διότι είνε μάθημα το οποίον απετέλεσε κεντρικήν διδασκαλίαν της αποκαλύψεως του Χριστού.

Και ο γέρων ιερεύς, ο πνευματικός των, ο παπα- Γιώργης όστιςας είνε καλάσυχνά τας επαρηγόρει, διδάσκων αυτάς την εν Κυρίω υπομονήν, η οποία βραβεύεται δι' αμαράντων στεφάνων παρά του μισθαποδότου Χριστού.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε με χάρη και με γνώση Δυο άσπρα σπίτια τρίπατα μ’ αυλές και με παραύλια, Με τοίχους μαρμαρόχτιστους, με μαρμαρένιες σκάλες, Και παραθύρια με γυαλιά και γυάλινους εξώστες, Τώνα στα πόδια του Χριστού, τ’ άλλο στης Παναγίας... Το πρώτον είταν του Γαμπρού, το δεύτερο της Νύμφης, Γεμάτα κόσμο και τα δυο κι’ από χαρά γεμάτα, Και στες πλατύχωρες αυλές χορούς και πανηγύρια, Και ψησταριές μ’ αμέτρητα κριάρια σουβλισμένα.

Μερικοί έψαλλον χαμηλοφώνως ύμνους, οίτινες εφαίνοντο εις τον Βινίκιον μελαγχολικοί. Ενίοτε τα ώτα του ήκουον μέρη φράσεων, εν αις επανελαμβάνετο το όνομα του Χριστού συχνάκις. Εβάδισαν επ' ολίγον εν σιγή, είτα δε ο Χίλων, του οποίου ο τρόμος ηύξανε, καθ' όσον απεμακρύνοντο των πυλών, είπε: — Με την περρούκαν μου δεν θα δυνηθούν να με αναγνωρίσουν. Δεν είναι κακοί άνθρωποι!

Δε μου λες; του λέγει· γιατί εσύ τέτοιο αρχοντόπουλο μοσχαναθρεμμένο, που άφησες τιμές και δόξες για την αγάπη του Χριστού, να κάθεσαι παραμελημένος και άλλοι που τίποτα δεν έκαμαν να τρωγοπίνουν στο τραπέζι του Παντοκράτορα; Δεν ξέρω· νοικοκύρης είσαι· μα τέτοια περιφρόνησι, θαρρώ, δεν σου άξιζε.

Παίρνει την κολυμπίθρα την ιερή, που τόσοι εβαφτίσθηκαν πορφυρογέννητοι γίγαντες και βαφτίζει μέσα των εμπόρων τα παιδιά. Με τις χρυσόπορτες του Ναού μας στολίζει τον Άγιον Πέτρο της· στήνει στους πύργους της το Ρωλόγι, θαύμα του κόσμου, με τους Μάγους που χαιρετούν ταπεινοί του Χριστού μας τη Γέννησι· στήνει στις πλατείες της τ' άλογα τ' ανεμοπόδαρα, ακράτητου λαού συμβολική παράστασις.