United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν άκρα σιγή μη διακοπτομένη υπό των θορύβων του ανθρωπίνου βίου, αλλά μόνον υπό του ωρυγμού των θωών της ερήμου, υπό τους αστέρας ανατολικού ουρανού, να βλέπη τις νοερώς την μορφήν του Ωραίου Κάλλει παρά πάντας βροτούς· γονυπετούς επί του δροσοβρέκτου χόρτου, και ζητούντος ενίσχυσιν και παραμυθίαν εις την ανθρωπίνην ασθένειαν, ην εκουσίως περιεβλήθη, διά της επικοινωνίας προς τον Ουράνιον Πατέρα Του.

Πλην του ρόγχου τούτου σιγή εντελής επεκράτησεν ικανήν ώραν εν τη αιθούση. Ότε δε τέλος ο κύριος Μαρής ερρόφησε πλην του καφέ του και μικρόν ποτήριον κονιάκ, και ησθάνθη το σιγάρον του εγγίζον εις το τέλος, ανεκάθισε μορφάζων εκ μικρού ρευματικού νυγμού, ον ησθάνετο εις την κνήμην, και είπεν, αφού μεγαλοφώνως εχασμήθη·Δεν παίζεις λιγάκι Boccace, Ερμιόνη;

Αλλ' η σιγή η απόλυτος μ' εξήγαγεν εκ της αφαιρέσεώς μου, ως αφυπνίζει τον κοιμώμενον επιβάτην η στάσις του σιδηροδρόμου. Και η κοιλάς του Ιλισσού μου έκαμεν εντύπωσιν του μαγευμένου δάσους των παραμυθιών, εις το οποίον, αντί της «βασιλοπούλας» εκοιμάτο η φαινομηρίς και γυμνόλαιμος «μπαρμπουνάρα» των λαϊκών θεάτρων.

Περνούν μεσάνυχτα κ' η Πούλια σβυέται, Τα πλάγια ασπρίζουνε, σιμόν' η Αυγή. Στέκει.. ακουρμένεται... δεν αγροικιέται Κανένα πάτημα... παντού σιγή. Ξύπνούν η πέρδικαιςτο χαραμέρι. 'Στο λόγγο ερρίχτηκε, γύρω θωρεί... Γνωρίζει ανέλπιστα παληό λημέρι, Τη βρύση εξάνοιξε πώτρεχ' εκεί. Πάλ' ακουρμαίνεται... γέρνει ταυτιά του.

Αι λαοκτόνοι του Λαμάρμορα σφαίραι, αποτυγχάνουσαι του τυραννικού σκοπού των, εκρήμνιζον απ’ εναντίας της κοινωνικής ανισότητος τα παλαιά προπύργια, συσφίγγουσαι τους ωχρούς υπηκόους του εις δημοκρατικήν εν τρόμω αδελφότητα. Τάφου κατήφεια και σιγή επεκράτει εν αρχή εις την υπόγειον εκείνην συνέλευσιν.

Ο Πέτρος έκοψε και ηυλόγησε τον άρτον· εις τα πρόσωπα πάντων εζωγραφίζετο η ψυχική ηρεμία· άπειρος ευδαιμονία επλήρου το δωμάτιον. Επηκολούθησε σιγή και δεν ηκούοντο παρά οι ρυθμικοί παλμοί των καρδιών των. Ήσαν ενηγκαλισμένοι, ως μεθυσμένοι από άφατον χαράν.

Τότε πώς θα τολμήσης να επισύρης την εκδίκησιν του Καίσαρος επί των Αούλων; Σιγή επηκολούθησε. Και πάλιν άβυσσος ηνοίγετο προ των ποδών της Λιγείας. — Σου κάμνω αυτήν την ερώτησιν, επανέλαβεν η Ακτή, διότι λυπούμαι σε και την καλήν Πομπωνίαν και τον Άουλον και το τέκνον των. Μένω από πολλού χρόνου εις την οικίαν αυτήν και ηξεύρω τι σημαίνει η οργή του Καίσαρος.

Αλλ' αν τους κατεδίωκον ομού εις την ξηράν, και αύτη ενεπιστεύετο εις αυτόν και απήρχοντο ομού εις το χωρίον της, ω! τότε ο έρως του θα καθηγιάζετο επί της ξηράς και της θαλάσσης. Αίφνης, η φωνή του κυρ-Μοναχάκη, όστις εφαίνετο όρθιος, εις το φως της σελήνης, παρά την πρύμνην της σκαμπαβίας, ηκούσθη εν τη σιγή της νυκτός·Λιαλιώ! ε! Λιαλιώ!

Διά του εν Άκρη της Συρίας Προξένου της Ελλάδος Μαρούζη. Σουρλήν είχεν επονομάση ο Ροΐδης τον δήθεν συντάκτην των δήθεν εξ Αγρινίου επιστολών. Εν τούτοις η περί του εναντίου παράδοσις ήτο τόσον ερριζωμένη, ώστε ο κ. Την «Πάπισσαν» διεδέχθη δεκαετής σχεδόν σιγή.

Επί μακρόν επεκράτησε σιγή. Έπειτα η φωνή του γέροντος συγκοπτομένη από λυγμούς: «Quo vadis Domine? . . .» —