United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις τούτο ουδέποτε απεκάλυψε τας αρχάς της δράσεως, αίτινες αναμφιβόλως επήγαζον από την ενδόμυχον γνώσιν των περιστάσεων, και από την διερεύνησιν των καρδιών εκείνων εφ' ων αι ιάσεις Του εγίνοντο. Δυνατόν να έπραττε με σκοπόν να διδάξη πλείονας αιωνίους αληθείας διά των επακολουθούντων συμβεβηκότων.

Και αυτή η τύψις του συνειδότος είχεν εξαντληθή, ούτως ώστε η ανθρωπίνη φύσις «είχε διεξέλθει παν είδος κακίας». Ήτο μία πώρωσις καρδιών, μία απολίθωσις του ηθικού συναισθήματος, καταθλιπτική και πανίσχυρος, ως την εύρισκον και εκείνοι ακόμη όσοι έπασχον εξ αυτής. Και αυτός δε ο εθνικός κόσμος είχε τώρα την αμυδράν συναίσθησιν, ότι επέστη πλέον το πλήρωμα του χρόνου.

Οι γονείς των, πτωχοί αλλά τίμιοι και αληθείς χριστιανοί, ήσαν γείτονες, ώστε τα τέκνα των εξ απαλών ονύχων εσχετίσθησαν και ηγαπήθησαν. Εις τα ήμερα και ιλαρά πρόσωπά των εφαίνετο η πραότης και η αγαθότης των καρδιών των. Πληρεστάτη αρμονία φρονημάτων και επιθυμιών υπήρχε πάντοτε μεταξύ αυτών, αδελφική δε αγάπη και στενή φιλία διαρκώς συνήνονεν αυτούς.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Να επιτρέψης εις άνθρωπον, όστις δέχεται φιλοδώρημα και λέγει «ο Θεός να σου τα πληρώση», να λάβη με οικειότητα την χείρα εκείνην, με την οποίαν έπαιζεν η ιδική μου, την βασιλικήν ταύτην σφραγίδα των ευγενών καρδιών! Α' ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Περίφημα, άρχον. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εφώναξεν, εζήτησε συγγνώμην; Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Εζήτησεν έλεος.

Η παρουσία του εις την ήρεμον εκείνην οικογενειακήν εστίαν επλήρου αυτήν ευδαιμονίας και μακαριότητος. Η ώρα της πάλης, η ώρα της ρομφαίας, η ώρα καθ' ην πολλοί εν Ισραήλ έμελλον ν' ανυψωθούν ή να πέσουν εξ αιτίας του, η ώρα ότε αι σκέψεις πολλών καρδιών έμελλον ν' αποκαλυφθούν, η ώρα κατά την οποίαν η βασιλεία των ουρανών επέπρωτο να υποστή την βίαν, δεν είχεν ακόμη σημάνει.

Ω ωραιοτάτη βασίλισσα των καρδιών των ανθρώπων, που υποτάζεις με το πρώτον βλέμμα σου τους πλέον δυνατωτέρους βασιλείς, ειπέ μου, σε παρακαλώ, το όνομά σου, και ποία είσαι. Εχαμογέλασεν η Κυρά εις τούτα τα λόγια και είπεν εγώ είμαι μία έλαφος, που κάνω ήμερα τα λεοντάρια· εγώ είμαι εκείνο το κυνήγι, που σήμερον εσύ εκυνηγούσες, και που ερρίχθηκα εις το νερό.

Είναι ο έρωτας: ο έρωτας ο παρηγορητής του ανθρωπίνου γένους, ο διατηρητής του κόσμου, η ψυχή όλων των όντων, πόχουν αισθήσεις, ο τρυφερός έρωτας! — Αλλίμονο! είπεν ο Αγαθούλης. Τόνε γνώρισα αυτόν τον έρωτα, αυτόν το βασιληά των καρδιών, αυτή την ψυχή της ψυχής μας. Ποτές δε μου κόστισε περισσότερο απόνα φιλί και είκοσι κλωτσιές στον πισινό.

Και ούτω, με καιούσας παρειάς και με συνεσταλμένας καρδίας, από του πρεσβυτέρου μέχρι του νεωτέρου, είς είς απήλθον σιωπηλώς. Εκείνος δεν ήθελε ν' αυξήση το αίσχος και την σύγχυσίν των με το να προσβλέπη και να επιτηρή αυτούς· δεν επεθύμει ν' αποκαλύψη περισσοτέραν γνώσιν εκ των ακαθάρτων μυστικών των καρδιών των. Έκυψε πάλιν κάτω και έγραφεν εις την γην.

Υπάρχει ζυγός επαχθής, δουλεία μυσαρά, αλλά και ζυγός γλυκύς, δουλεία επιθυμητή, καθώς δα είνε γνωστότατον. Διά να πιστωθή έτι άπαξ ότι δεν υπάρχει κανών χωρίς εξαίρεσιν. Μήπως δεν αγαπούν όλοι το φως; Είνε ο γενικός κανών. Κατ' εξαίρεσιν όμως υπάρχουν και οι αρεσκόμενοι εις το σκότος, τοιούτοι δε είνε οι απόλυτοι δεσπόται, τα νυκτερόβια πτηνά, και όλοι οι κλέπται των καρδιών και των βαλαντίων.

Δεν θέλουν φως οι ερασταί τα κάλλη των τους φέγγουν! Είναι τυφλός, και προτιμά τα σκοτεινά ο Έρως. Έλα, ω νύκτα ήσυχη και ταπεινή, ω! έλα με την σεμνήν σου φορεσιάν, 'ς τα μαύρα βουτημένη, και μάθε μου να νικηθώ, εις τρόπον να νικήσω, 'ς την πάλην την ερωτικήν δυο καρδιών παρθένων.