United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ιζόλδη τον κυττάζει, αναστενάζει, δεν ξέρει τι να πη και τι να πιστέψη, βλέπει ότι τα ξέρει όλα, μα θάτανε τρέλλα να ομολογήση πώς είναι ο Τριστάνος. Κι' ο Τριστάνος της λέει: «Βασίλισσα κι' Αρχόντισσα, γνωρίζω δα με ξεχάσατε, και σας κατηγορώ για προδοσία. Γνώρισα μολαταύτα, ωραία, ημέρες που μ' αγαπούσατε με έρωτα: Ήτανε τότε στο δάσος, στην καλυβίτσα με τα φύλλα.

Η ιδέα ότι ο πλούσιος ξάδελφος έδωσε σημασία στον φτωχό ξάδελφο ήταν αρκετή για να την κάνει ευτυχισμένη. Οι γυναίκες επαινούσαν τον Τζατσίντο και η τοκογλύφος, τραβώντας το νήμα ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείχτη και γυρίζοντας το αδράχτι πάνω στο γόνατο, έλεγε με ασυνήθιστη γλυκύτητα: «Δεν γνώρισα ποτέ ένα αγόρι τόσο φρόνιμο. Είναι και όμορφο!

Είπε και την ετάραξετα βάθη της καρδίας. 150 τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενοςεκείνους• «Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, δεν ξεύρει εκείνος καθαρά• τον λόγο μου ν' ακούσης• αλάθευτο προμάντευμα θα ειπώ, δεν θα το κρύψω. μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, 155 και η γωνία, 'πώφθασα του άπταιστου Οδυσσέα, ο Οδυσσέας είν' εδώτην γη την πατρική του, είτε γυρίζ' ή κάθεται, και τα παράνομ' έργα τούτα ερευνά και όλων κακό φυτεύει των μνηστήρων. μαντικό γνώρισα πουλί, μέσ' από το καράβι, 160 κ' ευθύς προς τον Τηλέμαχο το εξήγησε η φωνή μου».

Κ' εγώ που ξέρω μόνο να φροντίζω από τα χρόνια μου τα παιδικά τον ιερό ναό να καθαρίζω με τα κλαδιά της δάφνης ταχτικά και με στεφάνια το έδαφος και δροσερά νερά, θα πιάσω με το τόξο και τα πουλιά να διώξω, που είνε σταναθήματα τα θεία βλαβερά. Εγώ ποτέ δεν γνώρισα πατέρα και μητέρα, γι' αυτό στου Φοίβου τους ναούς υπηρετώ εδώ πέρα όπου με τρέφουνε καιρό.

Η παπαδιά δεν τον πολυχώνευε κι' όταν τον άκουγε νανεβαίνη τις σκάλες, μουρμούριζε πάντα, μπροστά του και πίσω του. Δεν της άρεσαν πολύ αυτά τα ξενύχτια του παπά. — Ξέρεις τι άνθρωπος είν' αυτός; της έλεγε ο παπάς. Αγιορείτης, άγιος άνθρωπος. Είκοσι χρόνια πάνε, που τον γνώρισα στη μονή του Βατοπεδίου, σαν πέρασα αποκεί με το μπάρκο. Του Θεού άνθρωπος.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Όχι, Κλεάνθη, μη μιλής πλέον γι' αυτό· ας αφήσωμε κάθε σκέψι γάμου. Ύστερα από τη στέρησι του πατέρα μου δε θέλω να μπω πλέον στον κόσμο, ποτέ πλέον. Δέξου, πατέρα μου, την υπόσχεσί μου και άφησέ με να σε φιλήσω για να σου δείξω την αγάπη μου. ΑΡΓΓΑΝ Έλα, μη φοβάσαι· δεν είμαι πεθαμένος. Είσαι αίμα μου, είσαι αληθινή μου κόρη και είμαι ενθουσιασμένος που γνώρισα τον καλό σου χαρακτήρα.

Τώρα …..» «Και τώρα ακόμη δεν θα σου λείψει η συντροφιά», είπε ο Έφις σοβαρά. «Τι εννοείς όμως όταν λες πως είσαι αθώος;» «Ότι βαδίζω προς την αιωνιότητα», είπε ο τυφλός χαμηλόφωνα. «Πηγαίνω προς μια πύλη που θα με υποδεχτεί ορθάνοιχτη, και δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο. Εάν έχω λίγο ψωμί, θα το φάω, εάν δεν έχω, δεν θα πω κουβέντα. Δεν άγγιξα ποτέ τα πράγματα των άλλων, δεν γνώρισα ποτέ γυναίκα.

Όσο για τα κατόπι τα χρόνια, μπορείς και να τα μαντέψης ως ένα βαθμό. Το παιδί θα σου δείξη τον άντρα. Δε γνώρισα, και πιστεύω μήτε του λόγου σου δε γνώρισες άνθρωπο που του άλλαξε τα καύκαλα ο καιρός. Γεννήθηκα στο σπίτι της Μάννας Μου, σε νησί της Τουρκίας. Είταν αυγή, πρώτο λάλημα πετεινού. Το δικό μου είταν το δεύτερο λάλημα την αυγή εκείνη.

Να μη βρη έλεος κανένας; Τόσοι καλοί άνθρωποι, ενάρετοι, ελεήμονες, θρήσκοι, που δεν έβλαψαν τον πλησίον τους, πλάσματα του Θεού κι' αυτά σαν κ' εμάς; Εγώ γύρισα Φραγκιά και Ανατολή, γνώρισα λογής- λογής ανθρώπους, Φράγκους, Λουθηρανούς, Σχισματικούς. Είδα χρυσούς ανθρώπους. Και Τούρκους ακόμα, Τούρκους μάλαμα, αγίους ανθρώπους, καλύτερους από μερικούς δικούς μας. Εκατομμύρια κόσμος.

Είναι εύκολο θαρρείς να ξεχάση μια γυναίκα το πρώτο της το στεφάνι; Αν μάθαινα πως απέθανε, χωρίς άλλο θάπαιρνα τον απόθωρό μου και θα ξαναπαντρεύομουν, αλλά ποιος μου είπε πως απέθανε; Ύστερα, πώς να ξεχάσω έναν άντρα, που δεν τον γνώρισα σαν άντρα, παρά μόνο σαν αδερφό; Ξέρετε τι θα ειπή αυτό; Μια βδομάδα μοναχά ζήσαμαν αντάμα, σαν αδέρφια αγκαρδιακά, κι' ύστερα... πάη, πάη, κι' ακόμα πάη!.