United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε θα σε βλάψω όμως εγώ, μήτ' άλλους δε θ' αφίσω 370 να σε πειράξουν· τι θαρρώ το γέρο μου έτσι βλέπωΤότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε «Ναι έτσι είναι, γιε μου, όπως τα λες.

Μα τέλος πια σα χόρτασαν με το να βλέπουνται έτσι, πρώτος τότε ο θεόμορφος γιος είπε του Δαρδάνου «Μη, θεοπαίδι, τώρα αργείς, μον πες τους να μου στρώσουν, 635 για να χαρούμε μια σταλιά και το γλυκό τον ύπνο.

Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε 217 «Μη μ' αμποδίζεις που ποθώ να πάω, τι δε θ' αλλάξω, και μη μου γίνεσαι κι' εσύ κακό σημάδι σπίτι. Τι αν άλλος μου τ' αρμήνεβεπες αν θνητόςστον κόσμο, 220 θες από σπλάχνα κρίνοντας θες όνειρα, τα πούμε ψευτιά 'ναι κι' ίσως σε κακό πως φόβος να τελιώσει. Μα τώρα αφού θεά άκουσα κι' ομπρός μου εγώ την είδα, θα σύρω... τόπα, θα γενεί.

Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε «Α θες το ξόδι του, όπως λες, του γιου μου ν' αποσώσω, 660 γιε του Πηλιά, έτσι κάνε μου και θα σχωρνώ σε πάντα. Τι ξέρεις, μες στο κάστρο εμείς κλεισμένοι, και τα ξύλα στο λόγγο αλάργα κι' ο λαός βαριά 'ναι φοβισμένος.

Αυτά 'πεν ο Τηλέμαχος· κ' η Αθήνητους μνηστήραις 345 γέννησε γέλωτ' άσβυστον, και εσκότισε τον νουν των· και με σαγόνι' αλλότρια γελούσαν ήδη εκείνοι και κρέατ' αιματόβρεκτα μασσούσαν, κ' εγεμίσαν δάκρυα τα μάτια, και οδυρμούς προέβλεπε η ψυχή τους. τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενοςεκείνους· 350 «Α! δύστυχοι! ποια συμφορά σας ηύρε; μαύρη νύκτα ταις κεφαλαίς, τα πρόσωπα, τα γόνατα, σας ζώνει· άναψε ο θρήνος, δάκρυατα μάγουλά σας ρέουν, και τα λαμπρά μεσόστυλα και οι τοίχοι στάζουν αίμα. πρόθυρο, αυλή, σκιαίς νεκρών γεμίσαν κινημέναις 355 κατά το ανήλιον Έρεβος· ο ήλιος εσβύσθητον ουρανό, και απλώθη αυτού γύρω κακή μαυρίλα».

Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε 405 «Έτσι απ' το στράτεμα όπως λες του ξακουστού Αχιλέα αν είσαι, τότεέτσι να ζειςπες μου όλη την αλήθια· βρίσκεται ο γιος μου ακόμα εκεί στα πλοία, ή πια κομάτια ο Αχιλιάς τον έρηξε στους σκύλους ναν τον φάνε

Απάντησε ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου· «Συ να μου δώσης οδηγούς, Ευρύμαχε, δεν θέλω· έχ' οφθαλμούς, έχω κι' αυτιά, κ' έχω τα δυο μου πόδια, 365 και μες τα στήθη μ' είναι νους ως πρέπει μορφωμένος. μ' αυτά θα φύγω εδώθ' ενώ βλέπω κακό 'που φθάνει, 'ς του καθενός την κεφαλή να πέση των μνηστήρων, όσοι μέσατα δώματα του θείου Οδυσσέα υβρίζετ' όλους και φρικταίς εργάζεσθε ανομίαις». 370

Μα τότε εκεί ο λεβέντης γιος τον ένιωσε του Βαίμου, 575 ο Βρύπυλος, π' απ' τις πυκνές ρηξές στενοχωριούνταν, και πάει κοντά του στέκεται και ρήχνει το κοντάρι, κι' ένα αρχηγό, τον Απισά, βαράει, το γιο του Φάψη, στο σκώτι, κάτου απ' τη σκεπή, κι' εφτύς τον χαντακώνει· έπειτα ορμάει κι' απ' τ' άρματα αρχίζει να τον γδύνει. 580 Μα τότες ο θεόμορφος μόλις τον είδε Πάρης π' αρπούσε την αρματωσά, αμέσως το δοξάρι πισωτραβάει απάνου του, και στο δεξύ μερί του με τη σαΐτα τον τρυπάει.

Έτσι θρηνούσε, κι' άναψε αχόρταστο 'να κλάμα. 760 Τρίτη η πεντάμορφη αρχινάει Λενιό τα μοιρολόγια «Έχτορα, ο πιο λαχταριστός κουνιάδος της καρδιάς μου, άντρας μου ναι ο θεόμορφος ο Πάρης που στην Τροία μ' έφερε εδώ ... που έτσι ο γιαλός να μ' είχε πνίξει πρώτα!