United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες του λέει κι' ο Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλος «Τ' Ατρέα γιε, έτσι νάμουνα θαν τόθελα κι' ατός μου σα στον καιρό όταν σκότωσα το θεϊκό Ρεφτάλη. Μα έλα που πάντα να! οι θεοί δε μας τα δίνουν όλα· 320 νιός τότε αν είμουν, με γερνούν τα χρόνια τώρα πάλι. Μα κι' έτσι εγώ με τα φαριά θα πάω, και θα βοηθήσω μ' αρμήνιες, όπως τόχουμε δικαίωμα οι γερόντοι.

Κι' ήρθε από πάνου στάθηκε στην κεφαλή μου κι' είπε «'Κοιμάσαι, γιε του μαχητή, του φημισμένου Ατρέα; 60 Όλη τη νύχτα ο προεστός δεν πρέπει να κοιμάται, πούχει πολλά να νιάζεται, λαούς να διαφεντέβει. Μον γλήγορα άκου με· έρχουμαι σταλμένος απ' το Δία, που κι' απ' αλάργα σε πονάει και σ' ακριβοφροντίζει.

Εκεί στο σείστη Ποσειδό πήγε σιμά και τούπε «Ήρθα ως εδώ 'να μήνημα, αφέντη γιε του Κρόνου, να φέρω απ' τον αστραπεφτή φουρτουνοκράτη Δία. 175 Λέει από μάχες και σφαγές να τραβηχτείς, και μέσα στη θάλασσα ή στα θεϊκά λημέρια να γυρίσεις.

Μα τέλος να βαριούνται σαν άρχισαν οι Δαναοί, τότες του λέει ο Αίας «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, ή σήκωσέ με ή εσένα εγώ· και πια ο θεός τι θάβγειΈτσι είπε και τον σήκωσε. Μα αφτός τις πονηριές του 725 δεν ξέχασε, μον του πατάει κλώτσο πιδέξο πίσω και σου τον φέρνει ανάσκελα, κι' αντάμα απάς στα στήθια του πέφτει. Σάστισε ο λαός κι' απόμεινε σαν τόδε.

Δε θα σε βλάψω όμως εγώ, μήτ' άλλους δε θ' αφίσω 370 να σε πειράξουν· τι θαρρώ το γέρο μου έτσι βλέπωΤότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε «Ναι έτσι είναι, γιε μου, όπως τα λες.

Κι' αν μώρθη γιε μου θάνατος κι' αν μώρθη γιε μ' αρρώστια Κι' αν τύχη πίκρα ή χαρά ποιος θα μου τηνε φέρει; Εγώ! απαντάει εκείνος με άσκοπη προθυμία βάζοντας όρκο φριχτό. Κ' έτσι εκατάφερε να χωρίση την Αρετή από τη φαμελιά της. Δεν επέρασεν όμως πολύς καιρός και οι φόβοι της μάνας αλήθεψαν. Φριχτό θανατικό έπεσε στη χώρα! Εσάρωσε κόσμο και κοσμάκη, εσάρωσε και της δόλιας μάνας τα εννιά παιδιά!

Και στέκει η Ίριδα σιμά στο γέρο, και τον κράζει σιγά λαλώντας, κι' έπιασε το γέρο ως μέσα ο τρόμος 170 «Γιε του Δαρδάνου, έλα καρδιά, μη βάνει ο νους σου φόβο. Δεν ήρθα εγώ γιατί δεινά θωρώ που σου πλακώνουν, Μον ήρθα με καλούς σκοπούς. Του Κρόνου ο γιος με στέλνει, που κι' απ' αλάργα σε πονάει και σε φροντίζει πάντα.

Χάρηκε του Δία ο γιος μια στάλα άμα τον είδε κι' έρχουνταν, και τούπε με τα δάκρια «Βοήθια, του Πριάμου γιε, βοήθια! Μη μ' αφήκεις να πέσω, κι' αρπαχτάρι εδώ να γίνω των οχτρώνε. 685 Κατόπι μες στη χώρα σας ας κλείσω και τα μάτια, μιας και δε μούτανε γραφτό πίσω κι' εγώ να σύρω. στο σπίτι στην πατρίδα μου, και να καλοκαρδίσω το τέρι μου το λατρεφτό, τ' ανήλικο παιδί μου

Τότες του λέει η δέσποινα, η μαρμαρόλαιμη Ήρα «Καλέ, τι κάθεσαι και λες, γιε φοβερέ του Κρόνου; Και τόσο δα δε σ' αρωτώ, δε σε ζαλίζω ως τώρα, μόνε ότι θέλεις, ήσυχος μπορείς και συλλογιέσαι.

Τότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους «Γιε του Λαέρτη, με χαρά σ' αγρίκησα το λόγο, 185 γιατί όλα τα ξεφύλλισες και ξήγησες με τάξη. Αφτά ναι εγώ θαν τα ορκιστώ, μου το ποθεί η καρδιά μου, μήτ' όρκο παίρνω ψέφτικο προς τους θεούς.