United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι δικοί μας πάλε, α ρωτούσες εννιά τους, οι γνώμες είτανε δέκα.

Ήταν εννιά θυγατέραις του Δία και της Μνημοσύνης, εκατοικούσαν στον Ελικώνα όρος της Βοιωτίας, τα ονόματά τους και 'επιστασίαις τους' ήταν. η Κλειώ ηύρε την Ιστορία. η Θαλεία επιστατούσε στη φυτουργία. η Ευτέρπη τα λαλούμενα. η Μελπομένη την Ωδή. η Τερψιχόρη στο Χορό. η Ερατώ στους γάμους, η Πολύμνια στη Γεωργική. η Ουρανία στην αστρολογία. και η Καλλιόπη στην ποίησι.

Εφαίνετο οινοβαρής και ηκούετο ο μονόλογος και οι ψιθυρισμοί του: «Τέσσαρες δραχμαίς βάσταξ' η ψυχή του; . . . τέσσαρες, όχι παραπάνω.., έχουμε και λέμε, μία, δύο, τρεις, τέσσαρες, πέντε, έξ, εφτά, οχτώ . . . εφτά, οχτώ, εννιά . . . μία δραχμή . . . Έχουμε και λέμε . . . » Κ' επειδή ευκόλως έχανε τον λογαριασμόν, ήρχιζεν εξ αρχής πάλιν. — Τους βλέπεις ή όχι; επανέλαβεν ο λαλών.

Μα αφού σε πάει και στ' αρχηγού σε μπάσει την καλύβα, έννια σου, δε σε σφάζει πια μηδ' άλλους δε θ' αφίσει· 185 τυφλός δεν είναι ή άμιαλος μηδ' άσεβος ν' αγγίξει άντρα που χάρη του ζητάει γονατιστός μπροστά τουΈτσι είπε η ανεμόποδη θεά και φέβγει πίσω.

Τότες τ' απάντησε η θεά, του Δία η θυγατέρα 825 «Διομήδη, του Τυδέα γιε, παιδί μου αγαπημένο, έννια σου αφτό! Μη σκιάζεσαι τον Άρη, μη φοβάσαι θεό κανένα· τέτιο εδώ έχεις βοηθό σου, εμένα!

Κι' η Φήμη ανάμεσό τους φούντωσε και να περπατάν τους κένταε, η μηνήτρα του Δία, και μαζέβουνταν. Και βούηζε το μεϊντάνι, βογγούσε κάτωθες κι' η γης καθώς τοποθετιούνταν, 95 κι' είταν αντάρα και φωνή. Κι' εννιά διαλαλητάδες τους έσκουζαν να κάτσουν πια και τη φωνή να πάψουν, ίσως ακούσουν τους τρανούς αρχόντους τι θα πούνε. Με κόπο κάθησε ο λαός, μα στα καθίσματά τους σύχασαν τέλος κι' έμειναν.

Και στα ξεφωνητά μέσα ακούονταν και μερικές κατάρες για τη νύφη της, που εστάθη αιτία του σκοτωμού του, γιατί ο ναύτης είχε γυναίκα και παιδί, αγόρι οχτώ εννιά χρονών. Και, πράμμα παράξενο, δεν ήταν εκεί, την ώρα που έγεινε το κακό, ούτε η γυναίκα του, ούτε το παιδί του· ξένες γυναίκες εθρηνούσαν και από τους δικούς του η αδερφή του μονάχη.

Όλα τα δώρα ατίμητα όσα χαρίζουν φίλοι. Αγαύη κι Αυτονόη κ' Ινώ, του Κάδμου οι θυγατέρες, τρεις ήταν και τρεις έκαναν πομπές του Διονύσου στον Κιθαιρώνα. Εσύναξαν εκείθεν άγρια φύλλα πυκνόφυλλης βελανιδιάς, χλωρού κισσού κλωνάρια, επήρανε στα χέρια τους και νιόβγαλτα σπερδούκλια κ' έκαναν δώδεκα βωμούς σ' ολάνοιχτο λιβάδι, εννιά για το Διόνυσο και τρεις για τη Σεμέλη.

ΔΩΔΕΚΑ ακέρια χρόνια είταν στην ξενιτειά ο αδερφός του Γιάννη, ο Φώτος! Εννιά χρόνια έστελνε ταχτικά γράμματα και χρήματα, αλλά τα επίλοιπα τρία χρόνια ούτε χρήματα, ούτε γράμματα έστελνε, κι' ο Γιάννης δε σκέφτονταν, γιατί δε λάβαινε χρήματα, αλλά το γιατί δεν λάβαινε γράμματα. Ήθελε να μάθη, ότι ο αδερφός του ζούσε κι' είταν στον Απάνω-Κόσμο, κι' ας έλειπαν τα χρήματα.

Ξενιτεμένη έπλενε στην άκρη στο πηγάδι Κι ένας διαβάτης στάθηκε στο μαύρο του καβάλλα, Την εχαιρέτισε γλυκά και της μιλάει με πόνο. — Βγάλε τρεις σίκλους, λιγερή, να πιώ κι' εγώ κι' ο μαύρος, Και θα σου δώσω μάλαμμα για τον καλό σου κόπο. — Σου βγάζω ξένε μου νερό, να πιής κι' εσύ κι' ο μαύρος, Το μάλαμμά σου κράτα το, σ' εμένα δεν περνάει, Έχω τον άντρα μου μακρυά, στης Ξενιτειάς τα μέρη, Χρόνους εννιά τον καρτερώ και τρεις θα τον προσμένω, Κι αν ως τα τότε δεν ερθή, θα κόψω τα μαλλιά μου Θα βάψω τα σκουτάκια μου και καλογριά θα γένω. — Απέθανεν ο άντρας σου και μην τον περιμένης.