United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ το λοιπόν επίστευσα βέβαιον τον θάνατόν μου, και δεν ημπορούσα κατά αλήθειαν να καρτερώ άλλον πλέον γλυκύτερον από αυτόν. Εμπήκεν ο εξωτικός με ένα πρόσωπον θυμώδη, εκρατούσεν εις το χέρι του ένα λωστόν από τζελίκι, και είχε το κορμί του πολλά γιγαντιαίον.

Και τι άλλο οχ το μαχαίρι Του αφέντη μου το χέρι 1160 Καρτερώ για να μου δόση, Οπού να με ξεφορτόση; Αν φωνάξω δε σου φταίγω, Άφινέ με καν να κλαίγω, Κι' ως μπορώ να ξεθυμάνω, 1165 Επειδή και θα πεθάνω. Ο φρόνιμος, και ο γνωστικός, Παντού υπομονετικός, Της τύχης την καταδρομή Ποτέ δεν παίρει με ορμή· 1170 Αλλ' υποφέρει τα δεινά Με μέτρα γνώμης ταπεινά.

Χαρές και λύπες μια στιγμή ένα γίνονται Και δεν τις ξεχωρίζεις την μιαν από την άλλη... — Σαν παραμύθι, Στρατή, σαν ξένο παραμύθι. — Και σαν πάρη τέλος το παραμύθι, τι σου απόμεινε; Ένας καϋμός. Ένας καϋμός για τα καλά του κόσμου κ' ένας καϋμός για ταχαμνά του. — Ως που να κλείσωμε τα μάτια, Στρατή. — Πες και πως τάχωμε κλεισμένα. Τι βγαίνει; Ωστόσο, πριν τα κλείσω, κάτι καρτερώ να δω ακόμα.

Βλέπω καλώτατα του είπεν εκείνη, ότι είσαι με την ίδιαν γνώμην, και καταλαμβάνω την αγάπην που εις εμέ έχεις, και διά τούτο με όλην μου την καρδιάν αποφασίζω διά να σε ευχαριστήσω· σε καρτερώ το λοιπόν απόψε να έλθης εις το σπήτι μου· θέλεις κτυπήσει την θύραν και μία πιστή σκλάβα μου θέλει έλθει διά να σου ανοίξη, και θέλομεν απεράσει ετούτην την νύκτα καθώς επιθυμείς και ενθυμήσου να φέρης και τα φλωριά μαζί σου.

Ύστερ' απ' αυτά που είδα, που ακόμα δα θαρρώ πως τα ονειρεύουμαι, καρτερώ να ιδώ κ' άλλα μεγαλύτερα. Γιατί ίσαμε τα προχτές ήμουνα ο πιο απαισιόδοξος ίσως Ρωμηός. Σε τίποτα δεν πίστευα, όλα τα κορόιδευα και τα πιο ιερά ακόμα. Άκουγα Μεγάλη Ιδέα και μέσα μου Μεγάλη Μωρία την έλεγα. Τους Πατριώτας τους μετέφραζα σε Πατριδοκάπηλους.

Βασιλόπουλο Σεήφ, μου λέγει με τα δάκρυα εις τα μάτια, ω, πόσον σου είμαι υπόχρεως διά τα όσα μου εδιηγήθης· αγαπώ πολλά τρυφερά την θυγατέρα μου· εγώ δεν ήλπιζα να την ξαναϊδώ· με τι τρόπον ημπορώ ποτέ να σε ανταμείψω; αχ, ακριβέ μου Σεήφ, μη με κάνης πλέον να καρτερώ διά να την ιδώ· φέρε μου την το συντομώτερον, διατί είμαι φλογισμένος από μίαν μεγάλην επιθυμίαν εις το να την ξαναϊδούν τα μάτια μου.

Κι' ώρα την ώρα με καρδιά καταλαχταρισμένη Τον καπετάνιο καρτερώ τόσαις βραδειαίς κι' αυγούλαις, Πότε να τον ιδώ γερός ν' αφήση τα λημέρια, Ναρθή 'ςτό σπίτι μια φορά, να κοιμηθούμε αντάμα! Ανάμεσα τρεις ποταμιαίς και πέντε κορφοβούνια Πύργος διπλοθεμέλειωτος και μαρμαροχτισμένος, Και μέσα κόρη κάθεται με δεκαπέντε σκλάβους, Κι' όλο αρμαθιάζει το φλουριά και τα μαργαριτάρια.

Πρέπει να τους πιάσω, για να της δείξω πως με γελά. Έτσι να γλυτώσω κι απ' αφτή την καταχνιά. Ναι! Κατάλαβα τώρα. Ησυχάζω. Ώρες καρτερώ, προσμένω να το μάθω. Και δεν έχω πάλε δίκιο; Ποιος λέει πως δεν έχω δίκιο; Τον είδα, με τα μάτια μου τον είδα. Μόλις τρεις μέρες ύστερις από κείνα που της είπα!

Μήνες και χρόνια ολόκερα σε καρτερώ απ' τα ξένα, Και το μαράζι της καρδιάς, της ξενιτειάς σου η πίκρα Μώφερε αρρώστεια αγιάτρευτη και μ' έρριξε 'ςτό στρώμα Ή άλλαις, είπα, αγάπησες 'ςτής ξενιτειάς τη χώρα Κ' εμένα μ' αλησμόνησες την πολυαγαπητή σου, Ή αρρώστησες και πέθανες χωρίς εγώ να μάθω. Και δάκρυο, δάκρυο ψεύτικο, δάκρηο γιομάτο απάτη Τα μαραμένα μάγουλα της σκύλλας αυλακόνει.

ΡΩΜΑΙΟΣ Κ' εγώ εδώ θα καρτερώ, και να ξεχνάς θα θέλω, και κάθε τι θα λησμονώ εκτός ότι σε βλέπω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κοντεύει το ξημέρωμα. Το ήθελα να φύγης, αλλ' όχι πλέον μακρυά απ' το μικρόν πουλάκι, π' αφίνει απ' το χέρι της μια νέα να μακραίνη, με μιαν κλωστήν μεταξωτήν 'σαν αλυσοδεμένον, και 'πίσω πάλιν πηδηκτόν το σέρνει ‘ς την ποδιάν της· τόσον το θέλει ‘ς την σκλαβιάν απ’ την πολλήν αγάπην.