United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κύριε, συ κ' εγώ πρέπει να χωρισθώμεν. — Αλλά δεν πρόκειται περί τούτου. Κύριε, συ κ' εγώ ηγαπήθημεναλλά και πάλιν δεν πρόκειται περί τούτου, ως καλώς ηξεύρεις. Ήθελα να είπω περί — ω η μνήμη μου είνε τόσον άπιστος ως ο Αντώνιος. Τα πάντα λησμονώ . ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αν δεν εγνώριζον ότι η βασίλισσα υπέβαλλεν εις το θέλημά της την κουφότητα, θα υπελάμβανον αυτήν ως την προσωποποίησιν της κουφότητος.

Αφ' ου λοιπόν αυτός είπε ταύτα, οι παρευρισκόμενοι εχειροκρότησαν δυνατά ότι καλά λέγει· και εγώ είπον: Σωκράτης Πρωταγόρα, εγώ τυχαίνει να είμαι άνθρωπος ξεχασιάρης, και αν κανείς μου μακρολογή, λησμονώ το αντικείμενον διά το οποίον γίνεται η ομιλία.

Θεαίτητος. Μήπως εννοείς ότι εις την ιδίαν συλλαβήν άλλοτε ενόμιζα άλλο γράμμα της και άλλοτε άλλο, και το ίδιον γράμμα, άλλοτε το εθέταμεν εις την ιδικήν του συλλαβήν, άλλοτε όμως εις ξένην; Σωκράτης. Αυτό εννοώ. Θεαίτητος. Τότε λοιπόν μα τον Δία δεν λησμονώ, ούτε θεωρώ ακόμη επιστήμονας αυτούς που παθαίνουν αυτά. Σωκράτης.

Δε το είχα συλλογιστή αυτό... Μου φαίνεται πάντα πως είμαι ακόμα στις καλόγριες, που όλη μέρα άλλο τίποτε δεν έκανα από παιχνίδι. Εκεί, γιαγιά μου, είχα ξεχάσει πια ολότελα το σπίτι μας. Δε συλλογιζόμουνα τίποτα, τίποτα. Τώρα έρχουνται ώρες που ξεχάνω πως έχουμε πένθος, που λησμονώ ολότελα πώς είχα μια τόσο καλή μητερούλα, καθώς μου λέτε, που την έχασα. ΓΙΑΓΙΑ Α! αυτό είναι κακό.

ΡΩΜΑΙΟΣ Κ' εγώ εδώ θα καρτερώ, και να ξεχνάς θα θέλω, και κάθε τι θα λησμονώ εκτός ότι σε βλέπω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κοντεύει το ξημέρωμα. Το ήθελα να φύγης, αλλ' όχι πλέον μακρυά απ' το μικρόν πουλάκι, π' αφίνει απ' το χέρι της μια νέα να μακραίνη, με μιαν κλωστήν μεταξωτήν 'σαν αλυσοδεμένον, και 'πίσω πάλιν πηδηκτόν το σέρνει ‘ς την ποδιάν της· τόσον το θέλει ‘ς την σκλαβιάν απ’ την πολλήν αγάπην.

Απ' όσαις 'ξεύρεις δείξε μου και την ωραιοτέραν, και όλη της η ευμορφιά θα ήναι δι’ εμένα, ωσάν βιβλίον ανοικτόν, που θα με δασκαλεύη, πόσον μια άλλη ξεπερνά την ωραιότητά της. — Ώρα καλή! Να λησμονώ ποτέ δεν θα με μάθης. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Αν δεν μου ‘πής το κάθε τι, δεν εξοφλώ μαζή σου. Οδός έμπροσθεν της οικίας του Καπουλέτου.

Έχω όμως τόση βεβαιότητα στην πίστη μου, ώστε χαμογελώ μέσα μου όταν την ακούω να μιλή για το θάνατο. Μπορώ να την ακούω να λέη πως ποθεί να φύγη και μπορώ να αιστάνουμαι το χάδεμά της, άμα με παρακαλεί να τη συχωρέσω. Τότε απολαβαίνω το χάδεμα και λησμονώ τα λόγια της. Έχω μια μεγάλη, απέραντη βεβαιότητα πως η νίκη είναι τελειωτικά δική μου κι όχι εκείνου, που κοιμάται στη γις.

Τα άλλα θα μου τα πης κατόπιν καθένα με τη σειρά του και στην ώρα του. Αλλά να μη λησμονής Σόλων, ότι μιλάς σ' ένα βάρβαρον• εννοώ δηλαδή να μη μου λες μπλεγμένα και πολλά, διότι φοβούμαι ότι όσο να καταλάβω τα ύστερα θα λησμονώ τα πρώτα.

Ω, τέλος έμαθα τόσο καλά την τέχνη να λησμονώ εκείνο που δεν ήθελα να βλέπω, την τέχνη να ονειρεύουμαι μόνο υγεία και μακρόχρονη ζωή, ακόμα και τότε που ο θάνατος πλησίασε την Έλσα τόσο, ώστε είτανε θάμα πώς γλύτωσε.

ΚΕΝΤ Δεν λησμονώ. Πλην κ' η οργή προνόμιον δεν έχει; ΚΟΡΝ. Και διατί να οργισθής; ΚΕΝΤ Διότι ένας δούλος, ωσάν αυτόν, φορεί σπαθί, ενώ τιμήν δεν έχει. Οι κατεργάρηδες αυτοί, με ψευτοχαμογέλια τα ιερώτερα δεσμά 'σάν ποντικοί τα τρώγουν, όσον κι' αν 'δέθηκαν σφικτά και λύσιμον δεν έχουν.