Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


ΡΩΜΑΙΟΣ Κ' εγώ εδώ θα καρτερώ, και να ξεχνάς θα θέλω, και κάθε τι θα λησμονώ εκτός ότι σε βλέπω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κοντεύει το ξημέρωμα. Το ήθελα να φύγης, αλλ' όχι πλέον μακρυά απ' το μικρόν πουλάκι, π' αφίνει απ' το χέρι της μια νέα να μακραίνη, με μιαν κλωστήν μεταξωτήν 'σαν αλυσοδεμένον, και 'πίσω πάλιν πηδηκτόν το σέρνει ‘ς την ποδιάν της· τόσον το θέλει ‘ς την σκλαβιάν απ’ την πολλήν αγάπην.

Μ' είπαν μαθές στην ώρα μου παλικαρά κι' εμένα. 645 Μα σύρε και το βλάμη σου με τους αγώνες τίμα, κι' αφτό με την καρδιά μου εγώ το δέχουμαι, και τόχω καμάρι μου που δεν ξεχνάς ποτές το τι μ' αξίζει. 648 Για όλα αφτά έτσι ότι ποθείς ας σ' το χαρίζει ο Δίας650 Είπε, και του Πηλέα ο γιος μες στο πυκνό τ' ασκέρι γυρίζει, όταν ο γέρος πια απόειπε τα παλιά του.

Εγώ να ξαναμπώ στο σπίτι τω Θωμαδιανώ και να ξαναμιλήσω του Στρατή; Αυτό δε γίνεται και να το βγάλης απού το νου σου, είπεν ορθά κοφτά. — Καλά, είπε και ο Σαϊτονικολής, ας έρθη ο καιρός που πρέπει και τα ξαναλέμε. Να μη ξεχνάς μόνο πως εγώ την Πηγή θέλω να κάμω νύφη. Εν τω μεταξύ ο Τερερές ανεθάρρησε διά να υποβάλη εκ νέου τας προτάσεις του εις τον Θωμάν.

Πήρες πάλι το χουλιάρι στο χέρι σου. Μην ξεχνάς όμως πως έχουμε και μερικές μικρούτσικες σφίγγες. Αυτές θα βοΐζουν κάποτες γύρω στ' αυτιά σου, και κανένας, μήτε ο μεγαλήτερός σου ο διαφεντευτής, δε θα μπορή να τις πιάση. Αυτές οι σφίγγες είναι ψυχές. Την ψυχή δεν την πιάνεις, όσο ψιλά δίχτυα κι αν στήσης.

Εγνώριζε πολύ καλά τον ήχον του όπλου εκείνου. Τον είχεν ακούσει άλλοτε, ότε μαζί με τον τελευταίον αδελφόν του, εις τον ταϊφάν του Τσόγκα ευρισκόμενος, συνεκρούσθη προς τους τουρκαλβανούς. — Ακούς; εκείνο ένε το καρυοφύλλι του παπού· μην το ξεχνάς! του εσύστησεν ούτος πριν φονευθή από τον Ταχίρ Γιάτση.

Έτσι έλεγε, μα εσύ ξεχνάς. Όμως και τώρα ακόμα 790 ίσως σ' ακούσει αν του τα πεις του φρόνιμου Αχιλέα. :Πιος ξέρει τοπρώτα οι θεοί! — τα σπλάχνα αν δεν τ' αγγίξει η συβουλή σου· η συβουλή καλή είναι του συντρόφου.

Δάσκαλοι πολιτικοί, που διαβάζεις τα μεγάλα τα λόγια τους, και ξεχνάς τα μικρά τα καμώματά τους. Μεγάλο τάγμα το τρίτο, κι ατέλειωτο. Υπάλληλοι ονομάζουνται στη γλώσσα την κορακίστικη· όνομα στη ρωμαίικη δεν έχουν, επειδή του κάκου τους φωνάζει το κλαδευτήρι, ταλέτρι και το σφυρί. «Φοιτηταί» είναι το τάγμα που έρχεται τώρα. Έπρεπε ο καθένας τους να μένη «φυτευτής» στο χωριό του.

Καλό ξημέρωμά σας, περαστικά σας, η ευχή σας. — Καλή νύχτα, παιδί μου Θανάση. Να μη μας ξεχνάς. Τον έφερε ως τη θύρα. Ο καιρός είχε χαλάσει. Άρχισε να ψιχαλίζη. Μια σιγανή ανοιξιάτικη βροχή. Από το περιβόλι μια μυρωδιά από λουλούδια και βρεμμένο χώμα χύθηκε στο σπίτι, μια μυρωδιά που άνοιγε την καρδιά. Ο Κυρ-Θανάσης άνοιξε την ομβρέλλα του. — Φουσκοδεντριές, παπά μου.

Τα λόγια που σου έλεγα τότες, πες μου, χρυσό μου, και σήμερις ακόμη και την ώρα αφτή που σου γράφω, δεν κελαδούνε μέσα στην καρδιά σου, σαν πουλάκια γλυκά; Το χάρηκαν της Χιός τα βουνά, το χάρηκε ο κόσμος, το τραγούδι της αγάπης που έκαμα, φως μου, για σένα. Μήπως το ξεχνάς; Όταν είσαι μακριά, παρηγοριά δεν έχω. Αναστέναζα και σε ζητούσα στο Πυργί· αναστενάζω και σε ζητώ στη Σαντορίνη.

Σκόρπα τον, τρέλλα, το νου μου! Μαύρο σύννεφο κάμε τονα, κι ας ξεσπάση να χύση κατακλυσμό δάκρια πάνω στα μνήματα των παιδιώ μου! Γαρουφ. Κερά μου, για χάρη της μονάκριβης κόρης σου, και για την ψυχή των αγοριώ σου που τα πήρ' ο Θεός κοντά του, μην αφίνης τη θλίψη να σε παρασέρνη σε τόσο βάθος. Κάμε καρδιά, κερά Δέσπω, και μην ξεχνάς πόσες μάννες μυρολογάνε μαζί σου αυτές τες μέρες. Δέσπω.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν