United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι, είπεν, αφού εσκέφθη προς στιγμήν η γραία. Τώρα κ' η νύχτα αυτή πέρασε. Αύριο βράδυ, πηγαίνω εγώ στο σπίτι, και κάθεσαι συ εδώ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλό ξημέρωμα! Όλος ο διάλογος εγίνετο εις μικρόν, στενόν πρόδομον, κατέμπροσθεν του θαλαμίσκου, όπου ηκούοντο ηχηροί και πολύχορδοι οι ρογχαλισμοί του Κωνσιαντή.

Αργά, νυσταγμένοι σηκωθήκαμε απ' το τραπέζι. Καθένας πήρε το κελί του. Ο ηγούμενος με πήγε ίσια με το κελί που θα περνούσα τη νύχτα μου, με ρώτησε αν ήθελα κι άλλες βελέντζες για σκέπασμα κ' έφυγε: — Καλή νύχτα, κι εγώ τόρα θα πλαγιάσω εδώ κοντά, πλάι-πλάι έχουμε τα κελιά μας απόψε. Καλό ξημέρωμά σας... Έκλεισα τη σαρακοφαγωμένη πόρτα και ξαπλώθηκα στο ξύλινο κρεββάτι.

Η Μάγισσα η ερημική, η Μάγισσα η πανώρηα, Μου είπε το βράδυ στη σπηλιά. — Καλόγνωμε διαβάτη, 'Στό πρώτο το ξημέρωμα τον ύπνο ν' απαριάσης, Να πας για νάσαι στο νερό την ώρα που έβγη ο ήλιος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Τότε ευρίσκομαι κάπως καλύτερα! Κάπως! Και όταν κάποτε από τον κόπον και δίψαν αναγκάζωμαι να μείνω εις τον δρόμον, πολλάκις εις την βαθειά νύκτα, όταν η πανσέληνος είναι ψηλά επάνωθέ μου, όταν εις έρημον δάσος κάθωμαι πάνω σε κανένα πεσμένο δένδρο για να δώσω εις τα πληγωμένα πόδια μια μικρή ξεκούραση, έπειτα με την ησυχία που δίνει ο κόπος αποκοιμώμαι το ξημέρωμα.

Την ερχομένην νύκτα επήγεν ο βασιλεύς εις το κρεββάτι του μαζί με την Χαλιμάν. Την αυγήν προς το ξημέρωμα η Μεδινά λέγει της Χαλιμάς· αγαπητή μου αδελφή, σε παρακαλώ να ακολουθήσης την χθεσινήν διήγησιν.

Κι' αυτή μου είπε κοκκινισμένη στο πρόσωπο: — Μ' είχε συνεπάρει . . . κάποια συλλογή ... η πρωινή νύστα, . . . το ξημέρωμα . . . ξέρω κ' εγώ . . . το τραγούδι σου . . . Δεν είπεν άλλο. Χαμήλωσε και τα μάτια. Ούτ' εγώ μπόρεσα να την τηράω περισσότερο κατά πρόσωπο γιατ' ο λόγος της τούτος άναψε θέρμη μες τα μελίγγια μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ Κ' εγώ εδώ θα καρτερώ, και να ξεχνάς θα θέλω, και κάθε τι θα λησμονώ εκτός ότι σε βλέπω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κοντεύει το ξημέρωμα. Το ήθελα να φύγης, αλλ' όχι πλέον μακρυά απ' το μικρόν πουλάκι, π' αφίνει απ' το χέρι της μια νέα να μακραίνη, με μιαν κλωστήν μεταξωτήν 'σαν αλυσοδεμένον, και 'πίσω πάλιν πηδηκτόν το σέρνει ‘ς την ποδιάν της· τόσον το θέλει ‘ς την σκλαβιάν απ’ την πολλήν αγάπην.

Ιδέ, της νύκτας έσβυσαν οι λύχνοι ένας ένας, και τώρα ελαφροπατεί πασίχαρη η 'μέρα εις των βουνών ταις κορυφαίς ταις παχνοσκεπασμέναις. Πρέπει να φύγω να σωθώ· αν μείνω θ' αποθάνω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Το 'ξεύρω 'γώ· το φως αυτό ξημέρωμα δεν είναι· είναι μετέωρον λαμπρόν οπού ο ήλιος χύνει, να έχης λαμπαδόχυτην μαζή σου συνοδείαν, και να σου κάμη φωτερόν της Μάντουας τον δρόμον.

Άξαφνα, κοντά το ξημέρωμα, ο Νίκος μες τον ύπνο του άπλωσε το χέρι του απάνω στο κορμί της Βεργινίας. Σε ξυπνάω τη νύχτα κι ο γιατρός είπε πως πρέπει να κοιμάσαι ήσυχη Αυτό ήτον το τελευταίο θανάσιμο χτύπημα για της Βεργινίας την ύπαρξη Ο ήλιος έφεγγε πάλι σήμερα με την ίδια γλύκα σαν και χτες. Η απαλή φεγγοβολιά του σα χάδι ρευστό σιγά-σιγά μαλάκωσε και την αντάρα μες την ψυχή της Λιόλιας.

Τα περασμένα χρόνια του, τώνα σιμ' από τάλλο, Μισοσβυσμένα, σκοτεινά, χωρίς να τα φωτίζη Της νειότης το ξημέρωμα, τη μνήμη του χτυπούνε Με το νεκρό τους τον αφρό. — Θυμήθηκε την ώρα Που θρονιασμένος βασιλειάςτου αλόγου του τη ράχη, Μ' ένα με δυο πηδήματα, βορειάς, ανεμοζάλη, Πετάχτηκετην Αραπιά. — Τα σωθικά του τότε Δεν τα φαρμάκευαν κρυφοί και φλογισμένοι πόθοι, Ούτε του κόσμου ψεύτικαις αναλαμπαίς και δόξαις.