United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το άσπρο και χλωμό της χέρι χάιδεψε γλυκά κι' αλαφριά την κρύα πέτρα, σαν κορμί αγαπημένο. — Πώς είσαι κρύος, αγάπη μου, σαν το μάρμαρο! Το αγιάζι της νύκτας σε πάγωσε, καλέ μου... Έσκυψε και ζέστανε την πέτρα με την αναπνοή της.

Αλλ' οσάκις αναπολώ την σύντομον δυστυχώς περίοδον εκείνην της εις τον πύργον διαμονής, δεν ενθυμούμαι τρόμους και φόβους και νύκτας αγρύπνους και ημέρας εναγωνίους.

Το πυρ έφθινεν εις την εστίαν, ο λύχνος ετρεμόφεγγεν εις το μικρόν φάτνωμα, η λεχώνα ελαγοκοιμάτο επί της κλίνης· το βρέφος έβηχεν εις το λίκνον, και η γραία Φραγκογιαννού, όπως και τας προλαβούσας νύκτας, ηγρύπνει επί της στρωμνής της. Ήτον περί το πρώτον λάλημα του πετεινού, οπότε αι αναμνήσεις έρχονται εν είδει φαντασμάτων.

Και τρεις μήνας μετά τον γάμον να γεννά κόρηνμετά τρία ακόμη έτη ένα υιόνμετά δύο έτη πάλιν κόρηναυτήν την νεογέννητον, χάριν της οποίας ηγρύπνει τώρα τόσας νύκτας η γηραιά μάμμη. Και δι' όλ' αυτά τα θυγάτρια να μέλλη να υποφέρη η μήτηρ των τόσακι' άλλα τόσακι' άλλα τόσα, από όσα έχει υποφέρει η μάννα της δι' αυτήν. Είδε την γλύκα. Τω όντι φρόνιμη νέα.

Και περιορισθείσα, αυτή και η κόρη της εις το σκοτεινόν και αραχνιασμένον κατώγειον, παρεχώρησαν το επάνω πάτωμα εις τον κυρ-Δημάκην, ον εθεώρουν πλουσιώτατον. Πλην εις μάτην ολοκλήρους νύκτας εξενύκτισαν μήτηρ και κόρη, παραφυλάττουσαι ν' ακούσουν τον μεθυστικόν του χρυσίου ήχον. Ο κυρ-Δημάκης ήτο προφυλακτικώτατος.

Εγώ βλέποντας όλα αυτά την πρώτην νύκτα, υπέφερον· αλλά όταν είδα και ακολουθούσαν τα ίδια και άλλας νύκτας που εκεί εσταμάτησα, δεν υπέφερα πλέον διά να μην ερωτήσω να μάθω την αιτίαν διατί ήσαν όλοι στραβοί από το δεξιόν μάτι και διατί έκαμναν τόσους θρήνους εις τοιαύτην ελεεινήν κατάστασιν· αυτοί μου εδιπλασίασαν και ετριπλασίασαν την παραγγελίαν που μου είπον άνωθεν· αλλ' εγώ ισχυρογνώμων τους εξώρκιζα εις τον μέγαν Προφήτην διά να μου φανερώσουν την αιτίαν.

Επί πολύν χρόνον μετά ταύτα, τας νύκτας, τα όνειρά μου εσχηματίζοντο εν μέσω σχοινίων κ' ιστών και ιστίων εν μέσω πελάγους και αφρού και κυμάτων. Πλέοντα, λοξοδρομούντα, καραβίζοντα όνειρα. Γαλήνης και τρικυμίας όνειρα. Με τα πανιά όνειρα! Έως ου αφυπνίσθην μίαν πρωίαν με υπολευκάζοντα τον βαθύν πώγωνα. Το λευκόν μοι επροξένησε ρίγος. Ο λογισμός μου δεν έχει πόθους πλωτούς πλέον.

Αλλ' επί επτά ημέρας και νύκτας το κήτος εφαίνετο ότι δεν ησθάνετό το κάψιμον• την ογδόην όμως και την εννάτην εννοήσαμεν ότι είχεν αρχίσει ν' αρρωσταίνη• εβράδυνε ν' ανοίγη το στόμα και οσάκις το ήνοιγε ταχέως το έκλειε. Την δεκάτην δε και ενδεκάτην είχεν απονεκρωθή και ήρχιζε ναναδίδη δυσωδίαν.

Και δεν ήτο ικανόν να αισθανθή καν την απορίαν, την οποίαν μόνη η μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της· «Θεέ μου, γιατί να έλθη στον κόσμον κι' αυτό;» Η γραία το ενανούριζε, και θα ήτον ικανή να είπη «τα πάθη της τραγούδια» αποπάνω από την κούνιαν του μικρού. Κατά τας προλαβούσας νύκτας, πράγματι είχε «παραλογίσει» αναπολούσα όλ' αυτά τα πάθη της εις το πεζόν.

Το βασιλόπουλο αναστέναξε. — Κακά δένδρα είναι, είπε μέσα του, και γελούνε με τον πόνο μου. Εγώ θα καθήσω να ξεψυχήσω εδώ, κάτω απ’ το σιδερένιο πύργο. — Μήνες θα κάτσης γονατιστός, ξαναείπε το κυπαρίσσι, ως που να γεμίσης το σταμνί σου. Και σαν το γεμίσης θα ξεκινήσης πάλι, με της νύκτας το δρόμο, θα πάρης πάλι βουνά και λόγγους και θα γυρίσης πίσω.