United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όπως λοιπόν βλέπετε καλά, είναι πολύ αληθές ότι τίποτε δεν συνέβη απρόοπτον εις τον γέροντα, ώστε να υποψιασθή ότι κάθε νύκτα, ακριβώς την δωδεκάτην ώραν, τον παρετήρουν να κοιμάται. Την ογδόην νύκτα, μετεχειρίσθην μεγαλυτέραν αφ' ό,τι συνήθως προφύλαξιν διά ν' ανοίξω την θύραν. Ο ωροδείκτης ενός ωρολογίου προχωρεί ταχύτερον από το ιδικόν μου χέρι.

Ούτοι όμως, μεταχειρισμένοι την βίαν διά να επαναφέρωσι τον πόδα εις την θέσιν του, τον εστρέβλωσαν χειρότερον, ο δε Δαρείος τοσούτους πόνους υπέφερεν ώστε επί επτά ημέρας και επτά νύκτας, δεν εκοιμήδη διόλου. Την ογδόην ημέραν ήτο εις πολύ χειροτέραν κατάστασιν όταν τις, όστις είχεν ακούσει εις τας Σάρδεις επαινουμένην την τέχνην του Δημοδόκους, τω ωμίλησε περί αυτού.

Αλλά τα χαρτία δυστροπούσι φοβερά, και μάτην επικαλείται η κυρία εις βοήθειάν της πάσαν δυνατήν και θεμιτήν καλπονόθευσιν. Τα χαρτιά απλούνται ήδη δι' ογδόην φοράν επί της τραπέζης, ότε η θύρα σημαίνει. Είνε η δεσποινίς Ασπασία και ο νεαρός Τηλέμαχος, υιός και θυγάτηρ του Κ. Περδίκη, επιστρέφοντες από του φαληρικού θεάτρου.

Διότι, την αυτήν ημέραν, την ογδόην της εορτής, ως φαίνεται, ο Ιησούς εξηκολούθησε τας διακοπτομένας εκείνας ομιλίας, αίτινες σκοπόν είχον σχεδόν διά τελευταίαν φοράν να διατυπώσωσι σαφώς ενώπιον του Ιουδαϊκού έθνους τας θείας αξιώσεις Του. Εκάθητο την στιγμήν ταύτην εν τη στοά του Ναού τη λεγομένη του Θησαυροφυλακίου, όπου πλησίον έκαιον δύο γιγαντιαίαι πολύφωτοι λυχνίαι.

Διαβάς δε από τον Ισθμόν της Πελοποννήσου, έφθασεν εις Ναύπλιον την δεκάτην ογδόην Ιουλίου, καθ' ην εποχήν είχεν αναλάβει των Ελληνικών πραγμάτων την διεύθυνσιν η Διοικητική Επιτροπή. Πολλοί, και μάλιστα οι σημαντικώτεροι των κατοίκων της Στερεάς Ελλάδος, ευρίσκοντο κατ' εκείνην την εποχήν εις Ναύπλιον.

Η Περιτομή εγένετο την ογδόην ημέραν από της γεννήσεως· ο Καθαρισμός τριάκοντα τρεις ημέρας μετά την Περιτομήν. Η Επίσκεψις των Μάγων ήτο «όταν ο Ιησούς εγεννήθη εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας», κατά τον Ματθαίον, και η Φυγή εις Αίγυπτον επηκολούθησεν αμέσως την αναχώρησιν εκείνων.

Αλλά αυτός ο στίχος, ως είναι διηρημένος εις δύο σταθερά ημίστιχα τόσον χωριστά ώστε υπάρχει αναγκαία ανυπέρβλητος παύσις πάντοτε εις την ογδόην συλλαβήν, δεν έχει την απαιτουμένην διά την δραματικήν ποίησιν ευκινησίαν και γοργότητα.

Την εσπέραν εκείνην, Τρίτην της εβδομάδος, πέντε ημέρας προ της εκλογής, περί την ογδόην ώραν, ο Λάμπρος ο Βατούλας ήναψε μετά τον δείπνον το φαναράκι του, και συνοδευόμενος από τρεις ή τέσσαρας φίλους εξήλθεν εις επισκέψεις κατ' οίκους προς ψηφοθηρίαν. Διήλθον διά της αγοράς, και είτα, δι' ανωφερούς δρομίσκου, εβάδισαν ανερχόμενοι εις την άνω λαϊκήν συνοικίαν.

Την ογδόην ημέραν από της εκδρομής των, τα πτώματα των δύο πνιγμένων ηλιεύθησαν πλησίον ερήμου ακτής. Το τρίτον δεν ευρέθη. Ω, τις θα διηγηθή τα συναξάρια των θαλασσομαρτύρων τούτων, των βιοπαλαιστών, των αξίων παντός οίκτου και συμπαθείας; Κατά παν έτος η θάλασσά μας ζητεί το θύμα της. Φρίκη και πένθος διαχύνεται ανά την μικράν μας νήσον.

Είνε υπερήφανος διά την νυκτερινήν νίκην. — Σκάντζια-βάρδια: Ανακράζει ο ναύκληρος, ακούσας κροτήσαντα τα ξύλινα κρόταλα του πηδαλιούχου, σημάναντος την ογδόην ώραν της πρωίας, και συγχρόνως κρούει τον κώδωνα της πρώρας, τύπτων συνάμα το κατάστρωμα διά των ποδών του, άνω του θαλάμου των ναύτων, όπως εξεγείρη αυτούς.