United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την εσπέραν εκείνην, Τρίτην της εβδομάδος, πέντε ημέρας προ της εκλογής, περί την ογδόην ώραν, ο Λάμπρος ο Βατούλας ήναψε μετά τον δείπνον το φαναράκι του, και συνοδευόμενος από τρεις ή τέσσαρας φίλους εξήλθεν εις επισκέψεις κατ' οίκους προς ψηφοθηρίαν. Διήλθον διά της αγοράς, και είτα, δι' ανωφερούς δρομίσκου, εβάδισαν ανερχόμενοι εις την άνω λαϊκήν συνοικίαν.

Ενωρίς θα κοιμηθούν, διότι ενωρίςόρθρου βαθέοςθα μεταβώσιν εις τον ναόν, να εκκλησιασθώσι, να εορτάσουν να κοινωνήσουν. Την νύκτα, με το φαναράκι, ετραγούδησα τα Χριστούγεννα εις του πάππου μου του γέροντος, του ασπρογένη του Παπαλέξανδρου. Μου έδωσε δύο εικοπιπενταράκια. — Δεν είχε, μάννα, κανένα σφάντζικο; Παρεπονέθην έπειτα. — Του τα πήρε ο γάτος, παιδί μου! Μου απήντησε.

Ο 'γούμενος έκλεισε την πόρτα την εσφάλισε με τον ξύλινο μοχλό, έπειτ' ανέβηκε στο 'γουμενηιό, άναψ' ένα φαναράκι κ' επήγε ίσια στο μαγαζί και το εκλείδωσε· έπειτ' ανέβηκε να ησυχάση.

Και τότε νέα ανυπομονησία με κατέλαβεν: — ο θόρυβος αυτός, αν τον ήκουε κανείς γείτονας! Η ώρα του γέροντος ήχησε. Με ένα μεγάλο ούρλιασμα απεκάλυψα το φαναράκι και επήδηοα εις το δωμάτιον. Δεν έβγαλε παρά μίαν κραυγήν, παρά μίαν μόνην. Σε μια στιγμή τον έρριψα κάτω, τον εθρυμμάτισα ρίψας επάνω του όλον το βάρος της κλίνης. Τότε εγέλασα εύθυμα, βλέποντας ότι ήρχισε το έργον.

Παναγία μου! ανεφώνησεν η Βγένα η καπετάνισσα, ήτις είχε στυλωθή παρά την θυρίδα και ήκουε καθαρά πλέον. — Ο καπετάν Βγενιός, παπά μου, η βρατσέρα μας επάνω εις τον μώλον του Σχοινά! Να, τα πανάκια της! Να, το φαναράκι της αναμμένο! Παναγιά μου Λημνιά μου! Και ετέντωσε καλώς τα μάτια της η δεομένη, προσπαθούσα κάτι άλλο ακόμη να διακρίνη.

Τα παράθυρα, οι πόρτες του ανοιγοκλείουν βιαστικά, κοιμισμένα κεφάλια, νυσταγμένα σώματα βγαίνουν. Ο καμπουριασμένος σταθμάρχης με το μικρό φαναράκι του στα χέρια και τη σφυρίχτρα του στα χείλη πάει κ' έρχεται.. Η φωνή του τόρα ακούεται βραχνή: — Στις θέσεις σας, κύριοι!.....

Μόνο στο πέτρινο γεφύρι, περακεί που ελίμναζαν στις γούρνες της βρύσης τάφτονα νερά, απόλυτοι κυρίαρχοι της νυχτερινής σιγαλιάς τόρα ξελαρυγκιάζονταν οι βάτραχοι. Μόνο το κρεμαστό φαναράκι του κλειστού τόρα καφενείου κεικάτω, νυσταγμένο στην άχαρη ερημιά του, θαμπό μέσα στα πλούσια γύρω σεληνόφωτα, έριχτε τις τελεφταίες αναλαμπές του, κάτω απ τις ισκιερές καμάρες λησμονημένο κ' ετρεμόσβυνε.

Πάει, παπά! Είπεν ο καπετάν-Καλόγερος. Συχωρέθηκε! — Κοιμάται! λέγει ο παπά-Σεραφάκος. Αφήστε τον ήσυχον. Μ' εσκέπασε τότε με την γούναν του. Ετοποθέτησε κοντά μου την Παναγίαν μ' ένα φαναράκι και ξαναείπεν: — Αφήστε τον να κοιμηθή. Και μετά ύπνον εξάωρον, διαρκή και βαθύν, ηγέρθην ήσυχος, ελαφρός, ελεύθερος. Μεγάλη η χάρις σου, ω Πορταΐτισσα.

Βεβαιωμένος ότι δεν ημπορούσε να διακρίνη το άνοιγμα της πόρτας, εξηκολούθησα να την σπρώχνω κανονικά-κανονικά. Είχα το κεφάλι εις το εσωτερικόν του δωματίου και ητοιμαζόμην ν' ανοίξω το φαναράκι, όταν ο αντίχειρ μου ωλίσθησεν ανοίγοντάς το, καμωμένον από λευκοσίδηρον, και ο γέρων ανεσκίρτησεν εις το κρεββάτι του φωνάξας: — Ποιος είν' εκεί; Έμεινα πραγματικώς ακίνητος και δεν είπα λέξιν.