United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να ακόμη, ανάμεσα στις δυο καλύβες, στη γωνία της αυλής το πέτρινο κάθισμα ακουμπισμένο στον τοίχο όπου η θεια-Ποτόι είχε δει την ντόνα Μαρία Κριστίνα περιτριγυρισμένη σαν Βαρόνη από όλες τις γυναίκες των υποταχτικών που πήγαιναν να προσκυνήσουν στην εκκλησία.

Η Λιόλια κύτταζε τα χαλικάκια που ξεκυλούσαν μπροστά της. . . Πήρανε πρώτα το δρόμο κατά πλάτος του βουνού ίσαμε ταφημένα καμίνια. . . Έπειτα κατρακύλησαν τον πέτρινο κατήφορο, σαν τα κατσίκια που ροβολούν κάτω τις πλαγιές σκιαγμένα απ’ το μεσημεριάτικον τρόμο του βουνού.. διάβηκαν το ξερό ρέμα του Ιλισσού, γεμάτο μικρολίθαρα που γυαλοκοπούσαν κι άσπρα χοντρά κοτρώνια που λιάζονταν, καθιστά ολόγυρα σα ζώα, κ’ έβγαζαν έναν αχνό φλομωμένο που τρεμοσάλευε. . . Προσπεράσανε μερικά μαντρωμένα χαμόσπιτα και τα Σφαγεία . . . Όσο προχωρούσαν, τόσο το βήμα τους άνοιγε, γινόταν πιο ελαστικό-λες κ’ έπεφτε ένα βάρος κομμάτια-κομμάτια από πάνω τους.

Ώρες περνούν ακόμα, Κι' από τα πλήθη ωμορφονιός σαν σταυραητός πετιέται Κι' έρχεται ομπρόςτον Βασιλιά και τέτοια απολογιέται: — Την λίμνη σου αν δεν ημπορώ να σπείρω, να θερίσω, Ούτετα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήσω, Όμως γεφύρι πέτρινο μπορώ να θεμελιώσω 'Στό ρέμμα του Ασπροπόταμου 'ςτόν χρόνο απάνω. Ως τόσο Διαμάντια, ασήμι μάλαμα κι' όλο το βιο του κόσμου Δε σου γυρεύω χάρισμα.

Του Αγγελοκάστρου ο Βασιλιάς διαλάλησε μια 'μέρα: Ποιος ημπορεί την λίμνη μου να σπείρη πέρα ως πέρα, Και ποιοςτα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήση; 'Σ το ρέμμα του Ασπροπόταμου ποιος ημπορεί να στήσητο χρόνο απάνω πέτρινο γεφύρι; Ας έρθη ομπρός μου Διαμάντια, ασήμι, μάλαμα, κι' όλο το βιο του κόσμου Να του χαρίσω αμέτρητο. Δεν άνοιξ' ένα στόμα, Κι' ουδ' ένας δεν ωμίλησε.

Πήγε στο πηγάδι που έμοιαζε με νουράγκε σκαμμένο σε μια γωνιά της αυλής και ήταν προστατευμένο από έναν πέτρινο φράχτη που πάνω του άνθιζαν, μέσα σε παλιά σπασμένα λαγήνια, βιόλες και γιασεμιά. Ένα από αυτά σκαρφάλωνε στον τοίχο και από εκεί πρόβαλε προς τα έξω, λες και ήθελε να δει τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο.

Και είχε την τέχνη απάνω στην ξερή πραγματικότητα ν' απλώνη τη μεταξωτή σκέπη του ονείρου και κάτω από τ' όνειρο να θεμελιώνη ακλόνητα την ύλη της πραγματικότητος, τεχνίτης θαυμαστός όπως ο μέγας ήλιος που σύγκαιρα ιδανικεύει με τις αχτίνες του το πέτρινο βουνό και το ανεμόπλεχτο σύγνεφο.

Σαλαμάντρα κυματιστή, ολογάλαζη, πέτρινο ξερονήσι ανάμεσα στα διάφανα νερά του Λιβόρνου. Εκεί απάνω έμεναν οι αράπηδες, τέσσεροι αράπηδες αιμοβόροι και απάνθρωποι, στοιχειά του κόσμου, τρόμος των θαλασσινών. Ένας πατέρας ήταν, δύο του παιδιά κ' ένας ανεψιός. Σκληρός ο πατέρας, άκαρδα τα παιδιά, ο ανεψιός θεριόψυχος. Ούτε νόμο είχαν ούτε θεό. Μόνον μία τράτα καλαρματωμένη και γοργοκίνητη.

Ο ίδιος, ωστόσο, περνούσε τις μέρες του τριγυρνώντας στο χωριό ή καθόταν στον πέτρινο πάγκο μπροστά στο μαγαζί της αδελφής του Ρετόρου. Οι άνθρωποι έστριβαν τη γωνία μόλις τον έβλεπαν, τόσο πολύ φοβόνταν την κακογλωσσιά του.

Να, εκεί κάτω, καθισμένος στο πέτρινο παγκάκι που ακουμπά στο γκρίζο σπίτι του Μιλέζου, ένας μεγαλόσωμος άντρας ντυμένος στα βελούδα. Το καφέ χρώμα της φορεσιάς του τονίζει το κόκκινο του προσώπου του και το μαύρο του γενιού του. Δεν είναι ο ντον Τζάμε; Σαν κι εκείνον προτάσσει το στήθος του και έχει τους αντίχειρες μέσα στα τσεπάκια του γιλέκου του.

Μόνο στο πέτρινο γεφύρι, περακεί που ελίμναζαν στις γούρνες της βρύσης τάφτονα νερά, απόλυτοι κυρίαρχοι της νυχτερινής σιγαλιάς τόρα ξελαρυγκιάζονταν οι βάτραχοι. Μόνο το κρεμαστό φαναράκι του κλειστού τόρα καφενείου κεικάτω, νυσταγμένο στην άχαρη ερημιά του, θαμπό μέσα στα πλούσια γύρω σεληνόφωτα, έριχτε τις τελεφταίες αναλαμπές του, κάτω απ τις ισκιερές καμάρες λησμονημένο κ' ετρεμόσβυνε.