United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γενναίος ο άγριος Άραβας σπαθίζει Έτοιμος να ορμήσει, δε λυποτακτεί…. Τα ποτήρια περνούσαν από το ένα χέρι στο άλλο. Πότε πότε κάποια γυναίκα πρόβαλε δειλά στην πόρτα.

« Απέθανα κ' ήλιος λαμπρός «'Στήν Ήπειρο προβαίνει, «'Σκορπίσθηκε το σύγνεφο, » Ελάμψανε τ' αθέρια, » Και το φεγγάρι 'πρόβαλε » Γελούμενο, τ' αστέρια » Εβγήκαν, άμα 'πώθανεν » Ο υιός του Τεπελένι

Σκοτεινιασμένος και ταπεινωμένος θα βυθιζότανε μέσα στη φρίκη που τοίμαζε στον κόσμο η πλημμύρα της βαρβαρωσύνης, και θαφανιζότανε σαν τόσα και τόσα άλλα έθνη που ήρθαν και διάβηκαν, μόνο που πρόβαλε ταστέρι της Βηθλεέμ, και μας περέχυσε νέα ζωή· η δύναμη κ' η χάρη που ως και τη σοφιστική μας αρρώστια τηνέ γύρισε σε καλό, και σαν είδος φρύγανα την πήρε για νανάψη τη θρησκευτική φλόγα που της είχε μεγάλη ανάγκη ο απελπισμένος ο κόσμος.

Συνέφερε τότες ο Θεοδόσιος, και σταλήθεια μετάνοιωσε. Κι αφού έμεινε μερικόν καιρό τραβηγμένος και βασανισμένος από τη συνείδησή του, πρόβαλε μια μέρα στη Μητρόπολη να λειτουργηθή. Παρουσιάζεται τότες ο Αμπρόσιος στης εκκλησιάς το νάρθηκα, και του λέει να μη σιμώση και μολύνη το Ναό του Θεού με την παρουσία του, και πως τέτοιο αμάρτημα χρειάζεται καιρό και καιρό μετανοιωσύνη και προσευκή.

Το παίρνω μαζί μου, και πηγαίνω να καλοκοιτάξω αυτό το Καστρί εκεί κάτου, να δούμε, είταν κι αυτό Πολιτεία Ελληνική ή όχι; Ως εκεί μπορώ και περπατώντας να πάω. Ως τόσο μη χάνης καιρό εσύ. Έφυγε ο Σφακιανός με τάλογο, και καθώς τραγουδούσε έξω από το χωριό πηγαινάμενος, πρόβαλε ο Προεστός στην αυλή να προσκαλέση το Μυλόρδο στο γλυκό και στον καφέ.

Η μάννα της Ουρανίτσας, που άκουσε τη λογομαχία, πρόβαλε στο παράθυρο. Πώς μπορούσε να μην έχη γράμμα; Το όνειρο ήταν καθαρό. Ποτέ δε λαθεύτηκε. — Μαθιό, να ψάξης να βρης το γράμμα. Ο γαμπρός μας μάς έγραψε. Να ψάξης να το βρης. Ο Μαθιός δεν μπορούσε να εξηγήση την επιμονή τους. — Σα σας έγραψε θα το λάβετε. Τι να σας πω; Με το άλλο θα το λάβετε. — Δεν έχει άλλο και ξεάλλο.

Κι' αφτός ενώ βογγούσε, 70 να! άξαφνα ομπρός του πρόβαλε η σεβαστή του η μάννα, και ξεφωνώντας έπιασε του γιου της το κεφάλι, κι' άρχισε μ' αναφυλλητά ναν του μιλάει και τούπε «Τι κλαις, παιδί μου, τι κακό σου πίκρανε τα σπλάχνα; Πες το, μην τόχεις μυστικό.

ΑΜΛΕΤΟΣ Εις το σπαθί μου, 'ς το σπαθί μου. Ορκισθήτε. ΑΜΛΕΤΟΣ Α! Α! συ, παλληκάρι, τούτο λέγεις; Είσαι κει κάτω, τιμημέν' εργάτη ; — Ελάτε· ακούτε τον άνθρωπον αυτόντα κατωκέλλι· στέρξτε να ορκισθήτε. ΟΡΑΤΙΟΣ Τον όρκον, Κύριε, πρόβαλέ μας. ΑΜΛΕΤΟΣ Ό,τι έχετε ιδή, ποτέ να μην ειπήτε. θα ορκισθήτετο σπαθί μου.

Ο ύπνος έδεσε στην αγκαλιά του σπίτια, δέντρα και ανθρώπους. Σε λίγο τολοστρόγγυλο φεγγάρι, ήσυχο και βουβό, σα να μην ήθελε να ταράξη τον όμορφον ύπνο, πρόβαλε απ' την ψηλή κορφή και ψήλωσε πάνω απ' τα λευκά σπιτάκια. Το φως του χύθηκε σιγαλό σ' όλα τα γνώριμα μέρη.

Στα 414 όμως ο φρόνιμος αυτός κυβερνήτης ή αφήκε, ή αναγκάστηκε ναφήση την εξουσία σ' άλλο σημαντικό πρόσωπο, που παρουσιάζεται άξαφνα στη μέση, και πολύ σημαντικό μάλιστα αφού είταν και γυναίκα, η πρώτη γυναίκα που πήρε την τύχη της ρωμιοσύνης στα χέρια της· η αδερφή του νέου Θεοδοσίου, η παρθενοβασίλισσα η Πουλχερία, που δεκάξη χρονών την κήρυξαν Αύγουστα . Προκομμένη κ' ενάρετη κόρη, με νου κυβερνητικό από τον πάππου της παρμένο, κι αποφασισμένη να μείνη παρθένα μαζί με τις άλλες δυο της αδερφάδες, Αρκαδία και Μαρίνα, πρόβαλε η Πουλχερία καθώς άλλοτες η Αγία Ελένη, μόνο που πήρε ατή της τα χαλινάρια του βασιλείου.