Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Ανέζη τότε εν ταις ολίγαις στιγμαίς εκείναις της χαράς και της διαχύσεως εις τον στυγνόν εκείνον θάλαμον όλος ο κόσμος ο παρελθών, ένας πολύ ωραίος κόσμος, ως είναι ωραία η ζωή· ένας κόσμος εύχαρις και φαιδρός, οπού ακόμη δεν τον είχε σβήσει με την κρύαν σκιάν του το θλιβερόν γήρας.

Αγώνας είνε η ζωή· δουλειά σου και δουλειά μου. Όποιος μπορεί και δουλεύη περισσότερο εύγε του και τρισεύγε του. Δε φτονούσε κανένα· εκείνον ας τον φτονούνε οι άλλοι. Είνε κι ο φτόνος παίνια καμιά φορά. Άλλως τε τι βγαίνει με το φτόνο; Η δουλειά φαίνεται και στο τέλος αναγνωρίζεται από φίλους κι οχτρούς.

Ο Λόγγος ζωγραφίζει πιστά τη φύση και τη ζωή· για τούτο δίπλα στη θαυμάσια κάθε τόσο περιγραφή της φύσης, που άνθιζε και γελούσε γύρω στο Δάφνη και στη Χλόη, βρίσκουμε και την αμίμητη εκείνη σκηνή, όπου η Λυκαίνιο πρωτομαθαίνει το Δάφνη να νοιώση, ότι είναι άντρας.

Μήνα ρώτησε καμμιά βολά για να μάθη; Τι τον έννοιαζε για να ρωτήση; Κ' ύστερα, σα γέροντας, έλεγε πως τα ξέρει όλα, αφού ήξερε κι ορμήνευε τους μικρότερους για τη τσομπάνικη ζωή· και να ρωτήση τώρα τους μικρότερους για τα Γιάννινα, του 'ρχόνταν ντροπή, ήτον περήφανος. Κ' έτσι τάπλασε αυτός στο λογισμό του σα μεγάλο τσελιγκάτο.

Μπήκα, πια τώρα σταληθινά τα βάσανα. Παν τα παιχνίδια, παν τα χρόνια που λάμπουνε στο πρόσωπό μας σαν το γλυκοχάραγμα της αυγής, κι αρχίζει δουλειά φοβερή μέσα στον ήλιο που τονε λένε ζωή· ήλιο που μας φέγγει να δούμε τι μεγάλο καλό είχαμε και το χάσαμε. Όχι πως δεν ξανάρχεται η χαρά.

Μια και μοναχή, που βάλαμε το αίμα τους μέσα στις φλέβες μας, και μας έδωσε δύναμη και ζωή· εφτάψυχους μα τον προφήτη μας έκαμε. Κ' έτσι ριζώσαμε, και με το αίμα τους τούς κρατούμε. Θα μου πήτε, ξεθύμανε πια κι αυτό. Αν όμως ξεθύμανε μέσα μας, μέσα τους ξεθύμανε άλλο τόσο. Αυτοί καταντήσανε, μάτια μου, να θαρρούν πως δεν μπορούν πια να ζήσουνε δίχως εμάς, τέλειωσε! Έγεινε φυσικό τους να σκύβουν.

Μήνα ρώτησε καμμιά βολά για να μάθη; Τι τον έγνοιαζε για να ρωτήση; Κ' ύστερα, σα γέροντας, έλεγε, πως τα ξέρει όλα, αφού ήξερε κι ορμήνευε τους μικρότερους για τη τσομπάνικη ζωή· και να ρωτήση τώρα τους μικρότερους για τα Γιάννινα, του 'ρχόνταν ντροπή, ήτον περήφανος. Κ' έτσι τάπλασε αυτός στο λογισμο του σα μεγάλο τσελιγκάτο.

Μακάρι να μην ήμουνα· ξανάειπε ο Μπαλαούρας επιμένοντας στο στοχασμό του. Α στο διάβολο τέτοια ζωή· πότε να κλείση κανείς τα μάτια του για να ησυχάση! — Μην τον λες τέτοιο λόγο, συμπέθερε, και κολάζεσαι. Τι μας φταί' η ζωή να την αναθεματάμε. Καλήκακή εμείς την κάνουμε τέτοια· μοναχή της δε γίνεται. — Εμείς; και τι έχουμε να κάνουμε μεις!

Κι' οι διο σα ζύγωσαν κοντά με τ' άρματα στα χέρια, 850 πρώτος ο Άρης τίναξε το κοφτερό κοντάρι ψηλά, έτσι απάνου απ' το ζυγό και των φαριών τα γέμια, τι του διψούσε τη ζωή· όμως του Δία η κόρη το πήρε με το χέρι της και τόστειλε από πάνου απ' το κουτί, να πάει μακριά να πέσει στα χαμένα.

Το πράσινο χορτάρι, οι τριανταφυλλιές κ' οι μηλιές, το πουλί που πηδά και κάμνει σκαλοπάτι το κλαδί, ο ήλιος και το καλοκαίρι, αφτά μου αρέσουν κι αφτά ξέρω τώρα. Αφτά μου έμαθαν τι είναι η ζωή· αφτά είναι η ζωή· η ζωή μου είταν αφτά. Μου θυμίζουν τα παλιά τα χρόνια και για τούτο ταγαπώ. Αφτά μου απόμειναν κι άλλο τίποτις δεν έχω. Σα νάδειασε ο κόσμος με μιας.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν