United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όσα δε βλέπομε, είνε τα περισσότερα». Και σαν άκουγε το παρανόμι του έλεγε μέσα του περήφανος: «Στοιχειό και με τα στοιχειά ζω...» Ο Στρατής στη μοναξιά του είχε τους καλύτερους συντρόφους του κόσμου. Και πώς αλλοιώς; Άνθρωπος δε στάθηκε που να μπορή να ζήση μοναχός του. Ούτε τα στοιχειά, ταληθινά στοιχειά.

Ύστερα γυρίσανε τα παιδιά το ένα στο άλλο και λέγανε με θαυμασμό: «Μωρέ είδες από τι ψήλωμα έπεσε ο καμπουράκης! Πέντε μπόγια ψήλωμα». Ο Γιαννάκης ήτανε ξαπλωμένος χλωμός κι' ακίνητος απάνω στο σανίδι. Μα και ξαπλωμένος φαινότανε περήφανος και θαρρούσες πως χαμογελούσε στα παιδιά που τον τριγύριζαν. Ήτανε περήφανος, που έπεσε από τόσο ψηλά.

Σαν να ήταν όμως τώρα προσποιητός ο θυμός της και σαν να της άρεσε πως είχε να κάμη με χαραχτήρας ανδρικούς και εφαινότανε σαν περήφανη, γιατί η νίκη της θα είχε περισσή αξία. Ήταν καπετανόπουλα οι δυο φίλοι της Σμαραγδούλας και εχθροί μεταξύ τους μεγάλοι, ο Γιώργης ο Μόρφος και ο Ζώης ο Περήφανος.

Και τους μιλούσε, λες και τον καταλάβαιναν, και τους έλεγε να προσέχουν μην σπάσουν, μην ξεραθούν, να μεγαλώσουν καλά και να δώσουν πολλά φρούτα, όπως ήταν το χρέος τους, αλλά κάποιος θόρυβος στο δρόμο τράβηξε την προσοχή του. Ο ντον Πρέντου, περήφανος και βαρύς πάνω στο μαύρο, παχύ άλογό του, περνούσε πίσω από την αιμασιά.

Και ποιος; ο Ζώης ο Περήφανος, το ζηλευτό παλληκάρι, που θα το είχε τιμή και ευτυχία της να τον πάρη άλλη κοπέλλα . . . «Χοίρος είμ' εγώ; Να, λοιπό, να σου κρεμάσω το ζώο στην πόρτα σου, να μου θυμάσαι! μια για πάντα' είσ' εσύ κακή, να γενώ και εγώ πιο κακός από σένα . . .»

Από τα τώρα οι Φοίνικες άρχισαν να τον τρέμουν, οι Φοίνικες που κατοικούν στην άκρη της Λιβύας στη χώρα την απλόστρωτη κατά τη δύση του ήλιου. Οι Συρακούσιοι κρατούν τα δόρατά τους τώρα κ' οι ασπίδες από ξύλο ιτιάς τα χέρια τους βαραίνουν. Ανάμεσα σ' όλους αυτούς περήφανος ο Ιέρων σαν τους αρχαίους ήρωας αρματωμένος είνε· την περικεφαλαία του τρίχες αλόγου ησκιώνουν.

Μήνα ρώτησε καμμιά βολά για να μάθη; Τι τον έγνοιαζε για να ρωτήση; Κ' ύστερα, σα γέροντας, έλεγε, πως τα ξέρει όλα, αφού ήξερε κι ορμήνευε τους μικρότερους για τη τσομπάνικη ζωή· και να ρωτήση τώρα τους μικρότερους για τα Γιάννινα, του 'ρχόνταν ντροπή, ήτον περήφανος. Κ' έτσι τάπλασε αυτός στο λογισμο του σα μεγάλο τσελιγκάτο.

Η Ασημίνα έσκυβε απάνω του, πασχίζοντας να βρη άκρη μέσα σταταίριαστα λόγια. Κάτι την έτρωγε να καταλάβη τι γινότανε μέσα στο παραζαλισμένο κεφάλι του αντρός της. Είχε τάχα κανένα παράπονο μαζί της; Ήξερε τίποτε, που δεν της τώχε πει στα καλά του; Γιατί πάντα τα λόγια του λίγα ήτανε σαν μπερδεμμένα τώρα τελευταία και τα παράπονά του πάντα τάπνιγε μέσα του, περήφανος κι' ακατάδεχτος στον πόνο του.

Ποιος θαρθή ποτέ να μας πη με τα σωστά του, πως μια κ' είναι το ζήτημα να γράφη κανείς τη γλώσσα του, δεν πρέπει να τη γράφη ορθά; Και θαρρούνε πως ο Ρωμιός, που είναι περήφανος κιόλας κι από σόι, θα γυρίση ποτέ του να τα κοιτάξη τα μισά τους, τα ψέφτικά τους τα συστήματα; Ελάτε νακούσετε τι λέει ένας Ρωμιός που νοιώθει, κ ύστερα να μου πήτε·

Κι από το πολύ του το βάρος το κομμάτιασαν και το κουβάλησαν. Τέλος άρχισε στα γερά η πολιορκία του Πειραιά. Μας τα λέγουν οι ιστορικοί τα καμώματα και τα παθήματα του χρόνου εκείνου. Μας δηγούνται πόσο στενοχωρέθηκε ο περήφανος ο Ρωμαίος όταν του ήρθε βοήθεια του Αρχέλαου από το Μιθριδάτη, και τι κακό θα τον έβρισκε τότες αν πέφτανε Στερεοελλαδίτες και Πελοποννήσιοι καταπάνω του.