United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έδωκε ο θεός και βρέθηκε το χάσιμο... Ο νέος ο βασιλιάς έγινε ακόμα πιο χλωμός και τα γόνατά του λυγίσανε να πέση χάμω. — Βρέθηκε το χάσιμο. Κ' η κλέφτρα η μάγισσα, του Σατανά η γέννα, ρέβει τώρα μες τα σίδερα. Κρύος ιδρώτας έλουσε το νέο το βασιλιά κ' ένα σκοτάδι απλώθηκε στα μάτια του. Έκανε κουράγιο και είπε στον πατέρα του: — Πατέρα μου και βασιλιά μου.

Ο παπάς ήτανε κι' αυτός χλωμός, χαλασμένος, συλλογισμένος, παίζοντας ανήσυχα το κομπολόγι του, ένα μακρύ κομπολόγι από εληοκούκουτσα του Όρους των Ελαιών, χάρισμα του φίλου του του Μελαχροινού, που έφθανε ως το πάτωμα. Απ' τη βραδειά που είχε πάει να κοινωνήση τον πεθερό του Αλυφαντή, ο παπάς έπεσε στα ρούχα. Δυνατή θέρμη τον τάραξε, όλη τη νύχτα, είδε κ' έπαθε να συνεφέρη.

Ένας χωριάτης κοντακιανός, χλωμός και κατακίτρινος κι αυτός, σέρνοντας τα τρύπια τσαρούχια του, χωρίς σκάλτσες, με τα φαρδειά λερά και μισοφαγωμένα βρακιά του, χυτά κάτω απ' τη λερή φουστανέλλα του, με την καταξεσχισμένη μικρή μαύρη σκούφια του απάνω στ' άφθονα μαλλιά του, που κυμάτιζαν άγρια, και δένουνταν σ' άγριο ασπρόμαυρο κύμα με τα ψαρά γένεια του και τα μουστάκια του, σύρθηκε κι αυτός στο πλάι της γυναίκας του, αμίλητος, φοβισμένος, στενοχωρημένος που βρίσκουνταν σε τόσο κόσμο.

Ύστερα, με τον καιρό, ανιστόρησε ο γέρος στον καινούργιο βασιλιά, το χάσιμο του θησαυρού του, τη λύπη της μητέρας του, τα βάσανά τους, τα καρδιοχτύπια τους, για το τάξιμο, που τούχε τάξει απ' την κούνια του, για να στολίση το λαιμό της νέας βασίλισσας. Ο νέος ο βασιλιάς σαν άκουσε τα λόγια αυτά έγινε χλωμός σα θειαφοκέρι. — Μη χολοσκάς, παιδί μου, είπε ο γέρος σύνωρα.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Πλύνε τα χέρια σου, βάλε το νυκτικό σου· μη φαίνεσαι τόσον χλωμός! Σου το λέγω και πάλιν: ο Βάγκος είναι εις τον τάφον του· δεν ημπορεί να έβγη από το μνήμα! ΙΑΤΡΟΣ Και εκείνον! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘτο στρώμα, 'ς το στρώμα! Κτυπούν την θύραν. Έλα, έλα, έλα, έλα! δος μου το χέρι! Ό,τι έγεινε δεν ξεγίνεται. 'Σ το στρώμα, 'ς το στρώμα, 'ς το στρώμα! ΙΑΤΡΟΣ Πηγαίνει να πλαγιάση τώρα;

Με σκυμμένο το κεφάλι, με τα μάτια κλειστά, χλωμός, ανοιγόκλεινε τις γροθιές τρομαγμένος και δεν κατάφερνε να απαντήσει. «Κι εσείς πιστεύατε ότι εγώ το ήξερα; Πώς και γιατί;», διερωτόταν. «Ναι», είπε η Νοέμι σκληρά. «Πιστεύαμε ότι το ήξερες, και όχι μόνο, αλλά ακόμη ότι εγγυήθηκες γι’ αυτόν στη φίλη σου Καλίνα….» «Φίλη μου;», φώναξε με ορθάνοιχτα τα μάτια από τον φόβο. Και θόλωσε το μυαλό του.

Στάθηκε ο γέρος μια στιγμή ολόρθος, πάντα τρεμουλιαστός και χλωμός, μα και γελαζούμενος πάντα. «Έγινε τόνειρό μου», είπε «μα όχι όλο· ας βαρέσουν τώρα και τα βιολιά». Κι αρχίζουν αμέσως τα βιολιά τον παλιό το σκοπό, το σκοπό που πάντρεψε τον ίδιο το γέρο, την κόρη του, και τώρα την εγγονή. Είταν η φωτεινότερη στιγμή της ζωής του.

ΛΕΛΑΔεν ήτον ανάγκη να το πήτε. Είσθε τόσο ταραγμένος, τόσο χλωμός, η φωνή σας τρέμει, με βλέπετε με φρίκη. Θα ήμουν αναίσθητη να παρατείνω το μαρτύριο σας αυτό. Μη με παρεξηγής, Λέλα. Είμαι νευρικός. Ξέρεις πως έχω μαζή μου τη Δώρα. Είμαι πατέρας. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί νάρθη, να σ' εύρη εδώ μαζή μου ... ΛΕΛΑΜη φοβάσαι, Τάσσο. Δε θα μείνω πολύ. Δεν ήρθα για να μείνω.

Ο πρώτος ξαναείπε: — Το μαύρο μαντήλι την κάνει ομορφότερη.... Ο δεύτερος αναστέναξε. Οι δυο μαζή γύρισαν και την κύτταξαν με γλυκά μάτια. Ο πρώτος ήταν ξανθός, με μεγάλα μουστάκια και γαλανά μάτια. Ο δεύτερος μελαχροινός, χλωμός, με λίγο μαύρο χνούδι απάνω απ' το χείλι του. Η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της και τους κύτταξε, σαν να κατάλαβε πως μιλούσαν γι' αυτήν.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Μάλιστα, Κύριε, ολόβολος. ΑΜΛΕΤΟΣ Λοιπόν εσείς το πρόσωπό του δεν είδετε; ΟΡΑΤΙΟΣ Ναι, Κύριε, το είδαμε βεβαίως, την προσωπίδα ως είχεν ανασηκωμένην. ΑΜΛΕΤΟΣ Πώς ήταν; άγριο το ανάβλεμμά του; ΟΡΑΤΙΟΣ Πλέον λύπην παρά θυμόν φανέρονετην όψιν. ΑΜΛΕΤΟΣ Χλωμός ή κόκκινος; ΟΡΑΤΙΟΣ Χλωμός πολύ. ΑΜΛΕΤΟΣ Και είχε επάνω σας τα μάτια στυλωμένα; ΟΡΑΤΙΟΣ Όλην ασάλευτα την ώραν.