United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αξίζει ίσως, πριν τελειώσουμε, να ξηγήσουμε κάπως καθαρώτερα τα θρησκευτικά χαραχτηριστικά του. Νυχτιές αλάκερες ξαγρυπνούσε με την προσευκή. Ακολουθία δεν άφινε που να μην παρασταθή, κι από διδαχές, όταν δεν άκουγε άλλους, τις έκαμνε ατός του. Είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος που άκουσε μια τέτοια διδαχή στο Παλάτι του. Στέκουνταν ολόρθος όλη την ώρα· του κάκου τον παρακινούσανε να θρονιαστή.

Ξεχάστε το θυμό σας, και δώστε μας πάλι την αγάπη σαςΟλόρθος σηκώθηκε ο Μάρκος στης σκάλες του αλόγου του: «Όξω από τον τόπο μου, προδότες! Ποτέ πεια δε θάχετε την αγάπη μου! Από σας, έδιωξα τον Τριστάνο. Όξω λοιπόν και σεις από τον τόπο μου! — Καλά, ωραίε Βασιλιά. Οι πύργοι μας είναι οχυροί, για ν' ανέβη κανείςΚαι χωρίς να χαιρετήσουν, γύρισαν της πλάτες.

Έχοντας μικρή πλειονοψηφία, έπειτα και το Βασιλικό Επίτροπο μαζί του, ψηφίζει να παρασταθή ο Αθανάσιος μέσα στη Σύνοδο ολόρθος σαν ένοχος. Όξω φρενών οι πενήντα οι Επίσκοποι σαν άκουσαν τέτοια απόφαση. Και τόσο κακό έγινε, που αναγκαστήκανε να τη διακόψουν εκείνη τη συνεδρίαση. Δε δυσκολεύτηκε να νοιώση ο Αθανάσιος τι θα είναι το τέλος τέτοιας Επιτροπής.

Στη μέση της είχε στηθή ολόρθος μασαλάς σιδερένιος κι απάνω του καίονταν αδιάκοπα χοντρές σχίζες δαδιού πώχυναν γύρα φανταστική αναλαμπή και βαριά μυρουδιά κ' εγιόμοζαν τον αγέρα από σύγνεφα μαύρου κατάπυκνου καπνού. Οι πανηγυριστάδες, σα να μην έφταναν οι αμέτρητοι εκείνοι πούχαμεν εύρει εμείς εκεί, εξακολουθούσαν νάρχωνται ακόμα μπουλούκια μπουλούκια και καλοφορεμένοι όλοι τους.

Φεγγάρι λαμπρό είταν στον ουρανό, γλυκειά η νύχτα, οι γρύλλοι νανούριζαν τον ύπνο της. Ο μπουζουκιτζής στάθηκε τότε ολόρθος στη μέση του δρόμου κάτω απ' τα παράθυρα ενός ψηλού σπιτιού.

Ο κρότος της γλώσσας του, μας είπαν, είτανε θεϊκός. Όταν η ορμή της ομιλίας τόφερνε, δεν μπορούσε πια να μείνη καθιστός στην έδρα του, παρ' αναπηδούσε ολόρθος και σαν ηρωικό άλογο χτυπούσε τη γης με το πόδι. Και πάλε σαν ήθελε να ξεστομήση περίοδο τορνευτή και ψιλοδουλεμένη, με χαμόγελο τις έβγαζε τις φρασούλες από το μελένιο του στόμα. Και δε μιλούσε, λέει, δυο και τρεις ώρες, παρά τρεις μέρες!

Πριόνιζε και χωράτευε, πριόνιζε και χασκογελούσε, πριόνιζε και τραγούδαε βάρβαρα μα νικητήρια τραγούδια. Ο Χαγάνος πονούσε· μάτωναν τα φυλλοκάρδια του, κρύος ίδρωτας έλουζε το κορμί του. Θέλησε να τιναχτή ολόρθος και να χυθή απάνω στο χωριάτη για να του στρήψη το καρύδι. Μα δεν είχε δύναμη. Τα νιάτα, η κορμοστασιά κ' η δυνατή ψυχή του προπάππου του πέσανε χόβολη.

Και σπάει στα δάκρια ο γέροντας, κ' υψώνοντας τα χέρια χτυπούσε το κεφάλι του, και με φωνή και κλάμα το γιο του ξόρκιζε κ' ομπρός στο Ζερβοπόρτι ολόρθος 35 δίψαε ως στο τέλος του Πηλιά το γιο να πολεμήσει.

Και πήγε απάνου στάθηκε στου χαντακιού τον όχτο, 215 παρέκει λίγο απ' το τειχί, μηδέ έσμιγε τους άλλους, τι την ορμήνια 'χε στο νου της μάννας· κι' απ' τον όχτο χούγιαξε ολόρθος στέκοντας, κι' η Αθηνά ως αλάργα έσκουξε, κι' έκοψε η στριγγιά τα ήπατα των Τρώων. 218 Όλους τους έπιασε σπασμόςκι' όλες ξανά οι φοράδες 223 γυρνούν τ' αμάξιατι έβλεπαν μπροστά ανοιχτό τον Άδη.

Κι' όταν απέ έφτασε η στιγμή στο πλήθος να λαλήσουν, τότε ο Μενέλας γλήγορα και λίγα μίλαε λόγια, μα λίγα και καλά, επειδής πολύλογος δεν είταν και φωνακλάς μωρόγλωσσος ... ή σαν πιο νιος στα χρόνια. 215 Μα ολόρθος σαν τινάζουνταν ο γνωστικός Δυσσέας, έστεκε, χάμου βλέποντας, με μάτια στυλωμένα στη γης, και το ραβδί μπροστά για πίσω δεν κουνούσε, παρά το βάσταε ασάλεφτο σαν άπραχτος κανένας· λες είταν άθρωπος ζαβός, ξεκουτιασμένος έτσι. 220 Μα τη μεγάλη όμως φωνή σαν έχυνε απ' τα στήθια κι' οι λόγοι τούβγαιναν πυκνοί σα χιόνια το χειμώνα, θνητό δεν είχε πουθενά να φτάνει το Δυσσέα.