Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
— Πολλά έχεις να μάθης ακόμα, είπεν ο Τρέκλας. Όσο γηράζεις, τόσο θα μαθαίνης. — Ε, ύστερα, τι άλλο; — Τρίτον, επανέλαβεν ο Τρέκλας, καβαλλαρία ήρθεν εις το μοναστήρι. — Καβαλλαρία; — Είνε πεντακόσιοι, χίλιοι, αμέτρητοι και εγώ δεν ξέρω πόσοι. Και μας πολιορκούν, είπεν ο Τρέκλας μετ' ελεγειακού τόνου. — Σας πολιορκούν! — Και μας χρειάζεται βοήθεια.
Γέροι εκατόχρονοι κι' αδύνατες γυναίκες, με βυζανιάρικα παιδιά στην αγκαλιά τους, ό,τι είχε μείνει μες στη χώρα απ' τον πόλεμο, ακολουθούσαν αποπίσω, με τα δάκρυα στα μάτια, σα λιτανεία πίσω από θαυματουργήν εικόνα. Κι' ατέλειωτη σειρά κατόπι τασκέρια των πολεμιστάδων, πεζοί και καβαλλάρηδες αμέτρητοι. Ο νέος ο βασιλιάς έμπαινε καβαλλάρης στη χώρα τη δική του.
Αυτά τα ίδια δε και περί της εκστρατείας και περί της αδείας ποιημάτων λέγω ότι πρέπει να εφαρμόζωνται και εις τας γυναίκας καθώς εις τους άνδρας. Πρέπει δε να ερωτά ο ίδιος ο νομοθέτης τον εαυτόν του ενδομύχως: Ας προσέξω, τι είδους πολίτας ανατρέφω, αφού ίδρυσα ολόκληρον την πόλιν; Άραγε όχι αθλητάς των σπουδαιοτέρων αγώνων, εις τους οποίους υπάρχουν αμέτρητοι ανταγωνισταί;
Πυκνά, πυκνά ως καλάμια Ανεμισμένα εβλέπαμεν Να κινώνται εις τους κάμπους μας Των πολέμων μας τ' άρματα, Κ' έπεσαν όλα. Πού είνε η τόσαι γλώσσαι Των ακτινοβολούντων Σπαθιών; πού είνε η χείρες Των εχθρών μας αμέτρητοι; Πού τα καυχήματα; Πλατύς και σκοτεινός, Βαθύς έχασκεν κ' άφευκτος Ο άδης υποκάτω τους· Εβούλιασαν, εχάθησαν, Εκλείσθη ο τάφος.
Δεν πρόφθασε »'Στή Ράχωβα να φθάση, » Βροχή τον πνίγει φλογερή, » Φωνάζουν σα δαιμόνοι » Οι Τούρκοι. Πέφτουνε 'ς τη γη. » Σκούζει αυτός, θυμόνει!..· » Τα μετερίζια αστράφτουνε, » Βαρειά βογγούν τα δάση» . « Ήσαν αμέτρητοι αυτοί. » Έπεφταν 'σάν κοράκοι, » Όταν ψωφίμι νοιώσουνε. » Και πέφτουνε κοπάδι » Αλλ' οι παρέκει κυνηγοί » Τους στρώνουν 'ς το λειβάδι· » Έτσι κ' οι Τούρκοι.
Τέτοιος είταν ο Αθανάσιος, και τέτοιος φάνηκε στο πολύχρονο στάδιό του. Σ' αυτή την εποχή όμως δεν έβγαινε ακόμα ολομόναχος στην παλαίστρα παρά σα βοηθός του Μητροπολίτη. Και παίρνοντας θάρρος ο Αλέξαντρος από τον πεντάξυπνο διάκο του, αναθεμάτιζε Άρειο κι Αρειανούς. Ο Άρειος όμως αν είταν ένας, οι οπαδοί του είταν αμέτρητοι κι ολοένα πληθαίνανε.
Στη μέση της είχε στηθή ολόρθος μασαλάς σιδερένιος κι απάνω του καίονταν αδιάκοπα χοντρές σχίζες δαδιού πώχυναν γύρα φανταστική αναλαμπή και βαριά μυρουδιά κ' εγιόμοζαν τον αγέρα από σύγνεφα μαύρου κατάπυκνου καπνού. Οι πανηγυριστάδες, σα να μην έφταναν οι αμέτρητοι εκείνοι πούχαμεν εύρει εμείς εκεί, εξακολουθούσαν νάρχονται ακόμα μπουλούκια μπουλούκια και καλοφορεμένοι όλοι τους.
Κι’ αν ίσως είσαι μάγισσα και μάγου θυγατέρα Και μαγειρεύεις τες οχιές και τες μονομερίδες.... Αν καταιβάζης πο ψηλά τη νύχτα το φεγγάρι Και το χτυπάς, σαν άργανο, το δέρνεις, σαν παιδάκι... Αν βρίσκωνται στη διάτα σου αμέτρητοι διαβόλοι, Δαιμόνοι και ισκιώματα και κατσιποδιαραίοι, Και βάνεις τους, σα δούλους σου, σαν υποταχτικούς σου, Κι’ αναμοχλεύουν τη βουνά και ξερριζόνουν δέντρα, Και κάνουνε τη τρίσβαθη τη θάλασσα άνω-κάτω.... Αν ρίχνης στ’ άστρα και μπορείς να μάθης ό, τι θέλεις.
Πρέπει να σαστίσαμε κει πάνω στο μεγάλο το δρόμο, και πήραμε αυτό το σοκάκι χωρίς να το νοιώσουμε. Αστέγνωτη λάσπη, και σκύλοι αμέτρητοι! Λάσπη, μα όχι και δίχως μαργαριτάρια. Θάβρης ένα σόγι μέσα σ' αυτά τα σοκάκια, που και να μην το πης μαργαριταρένιο, είναι θησαυρός που μ' όλους τους δικούς μας τους τσελεμπήδες δεν τον αλλάζεις. Ως τόσο θησαυρός μονάχα για λόγου του.
Κατόπιν είπε του πιστού συντρόφου του Πειραίου• «Κλυτίδη, από την συντροφιά, 'πού 'λθε μ' εμέ 'ς την Πύλο, 540 εσέ γνωρίζω μάλιστα να με υπακούς εις όλα• και τώρα πάλι λάβε μου 'ς το σπίτι σου τον ξένον, και φίλευε και τίμ' αυτόν ολόψυχα ως 'που να 'λθω». Και ο ξακουστός ακοντιστής ο Πείραιος απαντούσε• «Κ' εάν, Τηλέμαχε, πολύν καιρόν εδώ θα μείνης, 545 απ' εμέ περιποίησι θα 'χη όσην θέλη ο ξένος». Και 'ς το καράβι ανέβη αυτός και των συντρόφων είπε να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις. εφόρεσε ο Τηλέμαχος τα σάνδαλα τα ωραία, 550 κ' επήρε απ' το κατάστρωμα κοντάρι λογχοφόρο βαρύ• και τα πρυμόσχοινα ωστόσο εκείνοι ελύσαν, εξεκινήσαν κ' έπλεαν κατά την πόλι, ως είπε ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα. και αυτός γοργά προχώρησεν ως 'π' ηύρε την αυλή του, 555 όπ' ήσαν χοίροι αμέτρητοι δικοί του, κ' εξενύκτα σιμά τους ο καλός βοσκός, 'που αγάπα τους κυρίους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν